Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Ανδρέας Κάλβος



Φανταστικά πορτρέτα του Κάλβου: Σχέδιο του Γιώργου Σεφέρη
Φανταστικά πορτρέτα του Κάλβου: Σχέδιο του Οδυσσέα Ελύτη (1991)
 
 
Ανδρέας Κάλβος (Ζάκυνθος 1792 - Λονδίνο 1869)
 
    Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792. Ο πατέρας του, Ιωάννης Κάλβος, ήταν ένας Κερκυραίος κρητικής καταγωγής που παντρεύτηκε την Αδριανή Ρουκάνη. Το 1801-2 ο πατέρας εγκαταλείπει τη μητέρα, παίρνει μαζί του τα δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον αδελφό του Νικόλαο, και εγκαθίσταται στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου πεθαίνει το 1812. Ο Ανδρέας χωρίζει από τον αδελφό του, Νικόλαο, ο οποίος θα πάει στην Τεργέστη και θα σταδιοδρομήσει στο εμπόριο. Ο Ανδρέας πηγαίνει στην Φλωρεντία όπου γνωρίζει τον μεγάλο λόγιο και ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Η φιλία τους θα κρατήσει χρόνια. Ο Ανδρέας Κάλβος σπουδάζει Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία, ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα, αρχίζει τις πρώτες λογοτεχνικές του προσπάθειες και συμμερίζεται τις φιλελεύθερες ιδέες του Φώσκολου. Οι δυο φίλοι, κατατρεχόμενοι για τις ιδέες τους, καταφεύγουν το 1815 στην Ελβετία και την επόμενη χρονιά στην Αγγλία, όπου ο Φώσκολος πεθαίνει δώδεκα χρόνια αργότερα. Στο Λονδίνο διδάσκει, γράφει, μεταφράζει. Παντρεύεται μια Αγγλίδα, η οποία του χαρίζει μια κόρη, τις χάνει όμως και τις δύο το 1820. Επιστρέφει στην Φλωρεντία και από εκεί ξανά στην Ελβετία, όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση.
    Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι, όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις δέκα επόμενες. Εδώ ο Κάλβος σταματά την δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση και, φλεγόμενος από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο Ναύπλιο να πολεμήσει. Ήδη όμως έχουν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες τον απογοητεύουν. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της "θεωρητικής φιλοσοφίας" στην Ιόνιο Ακαδημία και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο. Δημοσιεύει τις απόψεις του στην "Επίσημο Εφημερίδα" της Ιονίου Πολιτείας, έπειτα γράφει φλογερά άρθρα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην ριζοσπαστική εφημερίδα του Πέτρου Βράιλα, "Πατρίς".
    Απογοητευμένος από τις περιστάσεις, τα παρατά όλα και ξαναγυρίζει το 1852 στο Λονδίνο, όπου ξεκινά μια νέα ζωή. Το 1853 παντρεύεται τη σαραντάρα Σαρλότ Ουώνταμς, η οποία έχει ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου και διδάσκει ο Κάλβος εις το εξής. Εκεί ο ποιητής των Ωδών θα ζήσει ευτυχισμένος τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 30 Νοεμβρίου 1869.
    Το 1888, σε μια διάλεξη στον "Παρνασσό", ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το έργο του Κάλβου, το οποίο από τότε κερδίζει ευρεία αναγνώριση.
                              

                                                        Η πόλη και το λιμάνι της Ζακύνθου (περίπου 1820)             
 
Η σποραδική πληροφόρηση για τα γεγονότα του βίου του Κάλβου δημιούργησε ανέκαθεν ένα μυστήριο σχετικά με τη ζωή του ποιητή, που υφαίνεται κυρίως γύρω από τους εξής πόλους: την επαναστατική του δράση, την επιστροφή στην Αγγλία παρά τη ρητά εκπεφρασμένη -και ποιητικά («Φιλόπατρις»)- επιθυμία του να πεθάνει στην Ζάκυνθο, και φυσικά την ποιητική σιωπή μετά το 1826.
 
Πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Κάλβου, Κερκυραίου αξιωματικού του βενετικού στρατού, και της Αδριανής Ρουκάνη, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Το 1802, κι ενώ ο γάμος των γονιών του καταλήγει σε διάσταση, ο Κάλβος και ο αδελφός του αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον πατέρα τους στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Ο πρόωρος χωρισμός από τη μητέρα, που πεθαίνει το 1815, θα είναι οριστικός. Ο Κάλβος μόνο με τα μάτια της φαντασίας του θα την ξαναδεί. Μια τέτοια συνάντηση, ονειρική, περιγράφει λίγα χρόνια μετά στην ωδή «Εις θάνατον»:
κ΄.
Yιέ μου πνέουσαν μ' είδες
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως.
[…]
κε΄.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ' οπού μ' εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα!

Το 1814 μεταφράζει στα ιταλικά από τη σικελική διάλεκτο ποιήματα του Giovanni Meli, ποιητή που συνδέει το όνομά του με την παράδοση της ιταλικής αρκαδικής ποίησης. Ωστόσο την ίδια χρονιά, με τη συγγραφή της «Ode agli Ionii» [Ωδή στους Ιονίους], ο Κάλβος πραγματοποιεί, σε ιταλική ακόμα γλώσσα, τη στροφή που εγγράφει οριστικά πλέον την ποίησή του στον ορίζοντα της διπλής προοπτικής της πατριδολατρίας και της υπηρεσίας του αγώνα. Το ποίημα, που ο Κάλβος απευθύνει στους συμπατριώτες, εμπνέεται από τη διάψευση των προσδοκιών των Επτανήσιων για ανεξαρτησία και ο Κάλβος δείχνει να ανταποκρίνεται πλέον ενεργά στο νέο καθήκον που επιβάλλει η εποχή στους λόγιους: της δημόσιας παρέμβασης και της κοινωνικής αφύπνισης.
"Ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος είχεν υποσχεθεί εις τον ημέτερον Καποδίστριαν, Κερκυραίον, ότι η Επτάνησος θα εγίνετο Δημοκρατία· όμως εις προδότης εδημοσίευσεν εις τας εφημερίδας ότι οι ωραίοι αυταί νήσοι θα παρεχωρούντο εις τον βασιλέα εκείνον της Νεαπόλεως, του οποίου είχε διχοτομηθεί το βασίλειον, ο ίδιος δε είχε περιορισθεί εις την Σικελίαν. Όθεν ο φόβος, μήπως πραγματοποιηθεί η δυστυχία αυτή μου υπηγόρευσε την ωδήν ταύτην" (Ζώρας, 1960: 21)

Παράλληλα, είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται ποιητικά με την εξύμνηση της Ζακύνθου ακολουθώντας το πρότυπο του Foscolo:

Ας μη μου δώσει η μοίρα
να σε ξεχάσω ω Ζάκυνθος.
Μάλλον σ' επιθυμάω
μάλλον σ' αγαπάω, μήτηρ μου
ήσουν και είσαι. Κι ο Ζευς
αν ακούσει τον πόθον μου,
όταν πέσουν νεκρά
νους και χέρια που τείνω
διά την δόξαν Ελλάδος,
στους λόφους σου πολύφυλλους
όπως την πρώτην ας βγάλω
και την ύστατην πνοήν.
[Πορφυρής, 1959: 112-114].


Ugo Foscolo. Έργο του François-Xavier Fabre (1766-1837), 1813.

΄Ωδὴ Πρώτη. Ὁ Φιλόπατρις

στροφὴ α´.

Ὦ φιλτάτη πατρίς,
ὦ θαυμασία νῆσος,
Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας
τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος
τὰ χρυσὰ δῶρα! 5

β´.

Καὶ σὺ τὸν ὕμνον δέξου·
ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι
τὴν ψυχήν, καὶ βροντάουσιν
ἐπὶ τὰς κεφαλὰς
τῶν ἀχαρίστων. 10

γ´.

Ποτὲ δὲν σὲ ἐλησμόνησα,
ποτέ· - Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε
μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε
τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος
εἰς ξένα ἔθνη. 15

δ´.

Ἀλλὰ εὐτυχής, ἢ δύστηνος
ὅταν τὸ φῶς ἐπλούτη
τὰ βουνά, καὶ τὰ κύματα,
σὲ ἐμπρὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου
πάντοτες εἶχον. 20

ε´.

Σύ, ὅταν τὰ οὐράνια
ρόδα μὲ᾿ τὸ ἀμαυρότατον
πέπλον σκεπάζῃ ἡ νύκτα,
σὺ εἶσαι τῶν ὀνείρων μου
ἡ χαρὰ μόνη. 25

ς´.

Τὰ βήματά μου ἐφώτισε
ποτὲ εἰς τὴν Αὐσονίαν,
γῆ μακαρία, ὁ ἥλιος·
κεῖ καθαρὸς ὁ ἀέρας
πάντα γελάει. 30

ζ´.

Ἐκεῖ ὁ λαὸς ηὐτύχησεν·
ἐκεῖ ἡ Παρνάσιαι κόραι
χορεύουν, καὶ τὸ λύσιον
φύλλον αὐτῶν τὴν λύραν
κεῖ στεφανώνει. 35

η´.

Ἄγρια, μεγάλα τρέχουσι
τὰ νερὰ τῆς θαλάσσης,
καὶ ρίπτονται, καὶ σχίζονται
βίαια ἐπὶ τοὺς βράχους
ἀλβιονείους. 40

θ´.

Ἀδειάζει ἐπὶ τὰς ὄχθας
τοῦ κλεινοῦ Ταμησσοῦ,
καὶ δύναμιν, καὶ δόξαν,
καὶ πλοῦτον ἀναρίθμητον
τὸ ἀμαλθεῖον. 45

ι´.

Ἐκεῖ τὸ αἰόλιον φύσημα
μ᾿ ἔφερεν· ἡ ἀκτῖνες
μ᾿ ἔθρεψαν, μ᾿ ἐθεράπευσαν
τῆς ὑπεργλυκυτάτης
ἐλευθερίας. 50

ια´.

Καὶ τοὺς ναούς σου ἐθαύμασα
τῶν Κελτῶν ἱερὰ
πόλις· τοῦ λόγου ποία,
ποία εἰς ἐσὲ τοῦ πνεύματος
λείπει ἀφροδίτη; 55

ιβ´.

Χαῖρε Αὐσονία, χαῖρε
καὶ σὺ Ἀλβιών, χαιρέτωσαν
τὰ ἔνδοξα Παρίσια·
ὡραία καὶ μόνη ἡ Ζάκυνθος
μὲ κυριεύει. 60

ιγ´.

Τῆς Ζακύνθου τὰ δάση,
καὶ τὰ βουνὰ σκιώδη,
ἤκουον ποτὲ σημαίνοντα
τὰ θεῖα τῆς Ἀρτέμιδος
ἀργυρᾶ τόξα. 65

ιδ´.

Καὶ σήμερον τὰ δένδρα,
καὶ τὰς πηγὰς σεβάζονται
δροσερὰς οἱ ποιμένες·
αὐτοῦ πλανῶνται ἀκόμα
ἡ Νηρηΐδες. 70

ιε´.

Τὸ κῦμα ἰώνιον πρῶτον
ἐφίλησε τὸ σῶμα·
πρῶτοι οἱ ἰώνιοι Ζέφυροι
ἐχάϊδευσαν τὸ στῆθος
τῆς Κυθερείας. 75

ις´.

K᾿ ὅταν τὸ ἐσπέριον ἄστρον
ὁ οὐρανὸς ἀνάπτῃ,
καὶ πλέωσι γέμοντα ἔρωτος
καὶ φωνῶν μουσικῶν
θαλάσσια ξύλα· 80

ιζ´.

Φιλεῖ τὸ ἴδιον κῦμα,
οἱ αὐτοὶ χαϊδεύουν Ζέφυροι
τὸ σῶμα καὶ τὸ στῆθος
τῶν λαμπρῶν Ζακυνθίων
ἄνθος παρθένων. 85

ιη´.

Μοσχοβολάει τὸ κλίμα σου,
ὦ φιλτάτη πατρίς μου,
καὶ πλουτίζει τὸ πέλαγος
ἀπὸ τὴν μυρωδίαν
τῶν χρυσῶν κήτρων. 90

ιθ´.

Σταφυλοφόρους ρίζας,
ἐλαφρά, καθαρά,
διαφανῆ τὰ σύννεφα
ὁ βασιλεὺς σοῦ ἐχάρισε
τῶν Ἀθανάτων. 95

κ´.

Ἡ λαμπὰς ἡ αἰώνιος
σοῦ βρέχει τὴν ἡμέραν
τοὺς καρπούς, καὶ τὰ δάκρυα
γίνονται τῆς νυκτὸς
εἰς ἐσὲ κρίνοι. 100

κα´.

Δὲν ἔμεινεν ἔαν ἔπεσε
ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπόν σου
ἡ χιῶν· δὲν ἐμάρανε
ποτὲ ὁ θερμὸς Κύων,
τὰ σμάραγδά σου. 105

κβ´.

Εἶσαι εὐτυχής· καὶ πλέον
σὲ λέγω εὐτυχεστέραν,
ὅτι σὺ δὲν ἐγνώρισας
ποτὲ τὴν σκληρὰν μάστιγα
ἐχθρῶν, τυράννων. 110

κγ´.

Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα. 115
 
Στις 23 Απριλίου του 1821 και ενώ βρισκόταν στη Φλωρεντία, ο  29χρονος Ανδρέας Κάλβος συνελήφθη «ως ταραχοποιό στοιχείο» και οδηγήθηκε με άκρα μυστικότητα στις ανακριτικές αρχές.
Ο Κάλβος ανήκε στο κίνημα των Καρμπονάρων.
Επρόκειτο για μία μυστική επαναστατική οργάνωση που ιδρύθηκε το 19ο αιώνα στην Ιταλία.
Τα μέλη της  διεκδικούσαν δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Αποτελούσαν τη μοναδική εστία αντίστασης στα απολυταρχικά καθεστώτα, που είχαν επιβληθεί στην κατακερµατισµένη Ιταλία, μετά την ήττα του Ναπολέοντος Βοναπάρτη το 1815.
Μυστικές κατηχήσεις, θεατρικά τελετουργικά, γρίφοι με αλληγορίες και ιεροί όρκοι συνέδεαν τα µέλη της οργάνωσης.
Ο Κάλβος  γοητεύτηκε από τα ιδεώδη τους και αγωνίστηκε μαζί τους.
Στην ανάκριση όμως για καλή του τύχη, δεν προέκυψαν από τις καταθέσεις ισχυρά ενοχοποιητικά στοιχεία. Έτσι δεν φυλακίστηκε, αλλά απελάθηκε.

Σύλληψη καρμπονάρων στις εξεγέρσεις του 1820- 21,στην Ιταλία
Σύλληψη καρμπονάρων στις εξεγέρσεις του 1820-21 στην Ιταλία.
 

Λιθογραφία με θέμα «Μύηση Καρμπονάρων» [John Murray, 1821]

Η επιστροφή του στην Ελλάδα

Ο νεαρός ποιητής κατέφυγε στη Γενεύη, όπου έγραψε το μνημειώδες έργο του, τις «Ωδές», επηρεασμένος από την ελληνική επανάσταση.
Συγκλονισμένος από όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, έφθασε το 1826 στο Ναύπλιο για να βοηθήσει. Απογοητεύτηκε από το κλίμα διχόνοιας και ταξίδεψε στην Κέρκυρα για να διδάξει στην Ιόνιο Ακαδημία.
Η παρουσία του όμως προκάλεσε αντιδράσεις και παραιτήθηκε δύο φορές από την έδρα του για να καταλήξει το 1852 στην Αγγλία, όπου και έμεινε έως τον θάνατο του το 1869.

Ιόνιος Ακαδημία (1930)

Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια στην
ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν.
 
Άνθρωπος μονήρης, μάλλον ευερέθιστος στις κοινωνικές και επαγγελματικές του σχέσεις, «έτρεφεν ιδιάζουσαν προτίμησιν προς το μέλαν χρώμα, ως αρμοζόμενον προς το μελαγχολικόν του χαρακτήρος του, και είχε την μανίαν δι' αυτού να επιχρίει τα έπιπλά του» (Παλαμάς). Το είπε και ο Σολωμός πως «δε ζει κανείς καλά παρά μόνος» και το έκανε και εκείνος πράξη στην Κέρκυρα, όμως η επιλογή της μοναχικής ζωής από την πλευρά του Κάλβου περικλείεται από ένα μυστήριο: δε μας άφησε ούτε ένα πορτρέτο του. Δε μας εξήγησε γιατί αποφάσισε να μην ξαναγράψει ποίηση και κυρίως δεν σχολίασε σε κανενός είδους κείμενό του την επιλογή της αυτοεξορίας από το 1852 και μετά.

Αυτή η συνθήκη αυτοεξορίας στερεί από τον Κάλβο τον θάνατο στην πατρίδα, που ευχήθηκε να έχει στην πρώτη ωδή της Λύρας. Στις 3 Νοεμβρίου 1869 πεθαίνει και ενταφιάζεται στην μικρή πόλη Louth της Αγγλίας. Την επιχείρηση της μεταθανάτιας «επιστροφής» του στην πατρίδα αναλαμβάνει ο Γ. Σεφέρης και η ελληνική πολιτεία, που φροντίζουν το 1960 για την μετακομιδή των οστών του Κάλβου και της γυναίκας του στη Ζάκυνθο.
 
Αναμνηστική πλακέτα έξω από το σπίτι που έζησε τα λευεταία χρόνια ο Κάλβος στην Αγγλία
Αναμνηστική πλακέτα έξω από το σπίτι που έζησε τα τελευταϊα χρόνια ο Κάλβος στην Αγγλία
 
Η απόπειρα αυτοκτονίας και η δύσκολη παιδική ηλικία 

Η ζωή του, ήταν πάντα περιπετειώδης.
Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792, αλλά ο τυχοδιώκτης πατέρας του, που ήταν μισθοφόρος του Ενετικού στρατού, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μητέρα του. Η γνωστή αρχοντοπούλα του νησιού έμεινε στη Ζάκυνθο και ο πατέρας του τον πήρε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Νικόλα. Ήταν μόλις εννιά χρόνων.
Τα δύο παιδιά δεν ένιωσαν ποτέ την οικογενειακή θαλπωρή γιατί ο πατέρας τους τα εγκατέλειπε συχνά ταξιδεύοντας για δουλειές, ενώ η μητέρα είχε χάσει τα ίχνη τους.
Το 1812 γνώρισε τον Ούγκο Φόσκολο, τον γνωστό ποιητή και διανοούμενο της εποχής. Ο Κάλβος έγινε αμέσως γραμματέας του και συνόδεψε τον φίλο και μέντορά του παντού.
Πρώτα ταξίδεψαν στην Ελβετία και ύστερα στο Λονδίνο, όπου τσακώθηκαν με αποτέλεσμα να χωρίσουν οι δρόμοι τους, το 1817.
Δύο χρόνια μετά, ο Κάλβος παντρεύτηκε την Τερέζα Τόμας, η οποία πέθανε  ένα χρόνο αργότερα, όπως και η κόρη τους.
Η ερωτική σχέση που σύναψε με μια μαθήτρια του, τελείωσε άδοξα. Απελπισμένος προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Το 1820 επέστρεψε στην Ιταλία και έγινε καρμπονάρος.
Ο Ανδρέας Κάλβος πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1869 στο Λάου της Αγγλίας, όπου δίδασκε τα τελευταία 16 χρόνια της ζωής του.


Η εκκλησία της Αγ. Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον, όπου βρίσκεται ο τάφος του Κάλβου.

                                    
 
                         Χειρόγραφο [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Λυκείου]

Αν και οι ωδές του Κάλβου δεν ήταν ιδιαίτερα προσβάσιμες στους συμπατριώτες του, οι περισσότερες από αυτές αναλαμβάνουν, με ύφος παραινετικό και αγωνιστικό, την ενίσχυση του φρονήματος του αγωνιζόμενου λαού. Ο τρόπος με τον οποίο η πολιτική ποίηση του Κάλβου υμνεί έννοιες όπως η ελευθερία, η δόξα, η αρετή και η δικαιοσύνη της δίνουν την ευρύτερη διάσταση μιας ποίησης κοινωνικής και επιπλέον την συνδέουν με τις φιλοσοφικές ιδέες και αντιλήψεις του Διαφωτισμού. Για τον Κάλβο, ο οποίος έχει δει στην Ευρώπη την εξέλιξη των επαναστατικών κινημάτων, μέσω της ελληνικής επανάστασης προκρίνεται κυρίως το μοντέλο μιας δίκαιης επανάστασης. Η κατάκτηση της ελευθερίας του ελληνικού έθνους έχει μέγιστη σημασία, γιατί θα σημάνει την υπερίσχυση του δικαίου επί της αδικίας. Έτσι ο ποιητής επιχειρεί να διαφυλάξει ηθικά την επανάσταση, λ.χ. προβλέποντας τον κίνδυνο μιας πιθανής αντεκδικητικής διάθεσης από την πλευρά των Ελλήνων σε σχέση με τη βάναυση συμπεριφορά των Οθωμανών:
 
Ας ερημώσει ο πόλεμος
την Eλλάδα πριν εύρη
της Xίου την μοίραν.
 
κδ΄.
Όμως αν μιμηθεί
το σκληρόν, την οργήν
παμμίαρον των εχθρών της,
ας γένει, ας γένει μίσημα
παντός του κόσμου.
[«Εις Χίον»]

Ο Κάλβος προειδοποιεί ακόμη και για τους εσωτερικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το κοινό καλό, όπως η διχόνοια μεταξύ των οπλαρχηγών:
 
Mεγάλη, τρομερή,
με τα πτερά απλωμένα,
καθώς αετός ακίνητος,
κρέμεται στον αέρα
ψηλά η Διχόνοια.
 
ις΄.
«Eγώ,» φωνάζει, «εγώ
από τον κόσμον έσβυσα
ένα λαόν· και ταύτην
την γην εξολοθρεύσασα
τώρα εορτάζω.»
[«Το φάσμα»]

Ή ακόμα: η προδοσία:
 
ιδ΄.
Σφαλερόν δρόμον, άθλιε,
εδιάλεξας· οι Έλληνες
που επρόδωσας θαυμάζονται
από την οικουμένην
κι ήρωες καλούνται.
[«Εις τον προδότην»]

Έχει υποστηριχθεί ευρέως ότι οι καλβικές ωδές στόχευαν να βρουν αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους Ευρωπαίους φιλέλληνες, κάτι που σίγουρα ισχύει ως έναν βαθμό, ωστόσο ο Κάλβος δεν κρύβει τη μεγάλη του δυσαρέσκεια από τον τρόπο που έχουν χειριστεί οι Ευρωπαίοι την υπόθεση της ελληνικής επανάστασης.
......................................................................................................................................

΄Ωδὴ Τετάρτη. Εἰς Σάμον

στροφὴ πρώτη.

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία. 5

β´.

Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος· 10

γ´.

Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον. 15

δ´.

Μοῦσα τὸ Ἰκάριον πέλαγος
ἔχεις γνωστόν. Νὰ ἡ Πάτμος,
νὰ αἱ Κορασσίαι, κ᾿ ἡ Κάλυμνα
ποὺ τρέφει τὰς μελίσσας
μὲ᾿ ἀθέριστα ἄνθη. 20

ε´.

Νὰ τῆς ἀλόης ἡ νῆσος,
καὶ ἡ Κῶς εὐτυχεστάτη,
ἥ τις τοῦ κόσμου ἐχάρισε
τὸν Ἀπελλῆν καὶ ἀθάνατον
τὸν Ἱπποκράτην. 25

ς´.

Ἰδοὺ καὶ ὁ μέγας τρόμος
τῆς Ἀσίας γῆς, ἡ Σάμος·
πλέξε δι᾿ αὐτὴν τὸν στέφανον
ὑμνητικὸν καὶ αἰώνιον
λυρικὴ κόρη. 30

ζ´.

Αὐτοῦ, ἐνθυμᾶσαι, ἐγέμιζες
τοῦ τέιου Ἀνακρέοντος
χαρμόσυνον κρατῆρα,
κ᾿ ἔστρωνες διὰ τὸν γέροντα
δροσόεντα ρόδα. 35

η´.

Αὐτοῦ, τοῦ Ὁμήρου ἐδίδασκες
τὰ δάκτυλα ῾νὰ τρέχουσι
μὲ᾿ τὴν ᾠδὴν συμφώνως,
ὅταν τὰ ἔργα ἱστόρει
θεῶν καὶ ἡρῴων. 40

θ´.

Αὐτοῦ, τὰ χρυσὰ ἔπη
ἐμψύχωνες ἐκείνου,
δι᾿ οὗ τὰ νέφη ἐσχίσθησαν
καὶ τῶν ἄστρων ἐφάνηκεν
ἡ ἁρμονία. 45

ι´.

Ὦ κατοικία Ζεφύρων,
ὅταν ἀλλοῦ τοῦ ἡλίου
καίουν τὰ βουνὰ ἡ ἀκτῖνες,
ἢ τὸν χειμῶνα ἡ νύκτα
κόπτῃ τὰς βρύσεις· 50

ια´.

Ἐσὺ ἀνθηρὸν τὸ στῆθος σου,
φαιδρὸν τὸν οὐρανὸν
ἔχεις, καὶ ἀπὸ τὰ δένδρα σου
πολλὴ πάντοτε κρέμεται
καρποφορία. 55

ιβ´.

Καθὼς προτοῦ νυκτώσῃ,
μέσα εἰς τὸν κυανόχροον
αἰθέρα, μόνος φαίνεται
λάμπων γλυκὺς ὁ ἀστέρας
τῆς Ἀφροδίτης. 60

ιγ´.

Καθὼς μυρτιὰ ὑπερήφανος
ἀπ᾿ ἄνθη φορτωμένη
καὶ ἀπὸ δροσιὰν ἀστράπτει,
ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος
τὴν χαιρετάῃ· 65

ιδ´.

Οὕτω τὸ κῦμα Ἰκάριον
κτυποῦσα ἡ βάρκα, βλέπει
σὲ εἷς τὰ νησία ἀνάμεσα
λαμπρὰν καὶ ὑψηλοτάτην,
καὶ ἀγαλλιάζει. 70

ιε´.

Τί ἐγίνηκαν ἡ ἡμέραι,
ὅτε εἰς τὰς κορυφὰς
τοῦ Κερκετέως δενδρόεντος
ἐχόρευον ἡ τέχναι
στεφανωμέναι. 75

ις´.

Ἔρχονται, ὦ μακαρία
νῆσος, ἔρχονται πάλιν·
τὸ προμηνύουσι τ᾿ ἄντρα σου
φλογώδη, ἐξ ὧν μυρίαι
μάχαιραι ἐκβαίνουν. 80

ιζ´.

Ὡς ἡ σφῆκες μαζόνονται
ἐπὶ τὰ ὀλίγα λείψανα
σπαραγμένης ἐλάφου,
ἢ ταύρου ὁποὺ ἐκατάντησε
δεῖπνον λεαίνης, 85

ιη´.

Ἀλλ᾿ ἂν βροντήσῃ ἐξαίφνης,
πετάουν εὐθὺς καὶ ἀφίνουσι
τὴν ποθητὴν τροφήν,
ὑπὸ τὰ δένδρα φεύγουσαι
καὶ ὑπὸ τοὺς βράχους· 90

ιθ´.

Οὕτως, εἰς τὰ παράλια
ἀσιατικά, τὰ πλήθη
ἀγαρηνὰ ἀναρίθμητα
βλέπω ῾νὰ ἐπισωρεύονται,
ὅμως ματαίως. 95

κ´.

Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος
«οἱ Σάμιοι», κράζει, «οἱ Σάμιοι»
καὶ ἰδοὺ τὰ πόδια τρέμουσι
μυρίων ἀνδρῶν καὶ ἀλόγων
θορυβουμένων. 100

κα´.

«Οἱ Σάμιοι»· - καὶ ἐσκορπίσθησαν
τῶν ἀπίστων αἱ φάλαγγες. -
Ἄ, τί, ὦ δειλοί, δὲν μένετε
῾νὰ ἰδῆτε, ἂν τὸ σπαθί μας
κοπτερὸν ἦναι; 105

κβ´.

Ἔρχονται, πάλιν ἔρχονται
χαρᾶς ἡμέραι, ὦ Σάμος·
τὸ προμηνύουν οἱ θρίαμβοι
πολλοὶ καὶ θαυμαστοί,
ποὺ σὲ δοξάζουν. 110

κγ´.

Νῆσος λαμπρὰ εὐδαιμόνει·
ὅτε ἡ δουλεία σὲ ἀμαύρονε,
σ᾿ εἶδον· ἄμποτε νἄλθω
῾νὰ φιλήσω τὸ ἐλεύθερον
ἱερόν σου χῶμα. 115

κδ´.

Ἐὰν φιλοτιμούμεθα
῾νὰ τὴν ῾ξαναποκτήσωμεν
μ᾿ ἵδρωτα καὶ μὲ᾿ αἷμα,
καλὸν εἶναι τὸ καύχημα
τῆς ἀρχαίας δόξης. 120

                                     Εις Σάμον ~ Μαρία Φαραντούρη_ Μίκης Θεοδωράκης
                                                                 

                                 

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Έντγκαρ Άλαν Πόε



Έντγκαρ Άλαν Πόε: Ο άρχοντας του μακάβριου

Edgar Allan Poe 2.jpg
Έντγκαρ Άλλαν Πόε,(1848).

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809, από γονείς θεατρίνους. Πριν κλείσει τα δύο του χρόνια, οι γονείς του πέθαναν, και ο Έντγκαρ βρέθηκε στο Ρίτσμοντ, στο σπίτι του εμπόρου Τζων Άλλαν, που όμως δεν τον υιοθέτησε ποτέ. Οι σχέσεις του με τον πατριό του δεν ήταν ποτέ καλές, αλλά επιδεινώθηκαν όταν ο Άλλαν ανάγκασε τον Έντγκαρ να διακόψει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, επειδή δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά του. Το 1830 ο Έντγκαρ μπήκε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, απ' όπου αποπέμφθηκε τον επόμενο χρόνο προκαλώντας επίτηδες σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον πατριό του.
Δούλεψε έπειτα για ένα μεγάλο διάστημα σε διάφορες εφημερίδες του Ρίτσμοντ, της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, για λόγους βιοποριστικούς, αλλά κατακτώντας παράλληλα τη φήμη του έγκυρου κριτικού. "Το Κοράκι και άλλα ποιήματα", που κυκλοφόρησε το 1845, τον καθιέρωσε εν μια νυκτί ως συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανακουφίσει τη φτώχεια στην οποία είχε ζήσει όλη την ως τότε ζωή του. Το 1836 παντρεύτηκε τη δεκατετράχρονη εξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε φυματική έντεκα χρόνια αργότερα. Πέθανε το 1849, αλκοολικός και οπιομανής κυνηγώντας διαρκώς το όραμα της χαμένης Βιρτζίνια, και τάφηκε δίπλα της στη Βαλτιμόρη, όπως το επιθυμούσε.
           Virginia Poe (1822-1847)
το σπίτι που έμεινε ο Πόε από το 1846 ως το θάνατό του το 1849
....................................................................................................................................

Στις 29 Ιανουαρίου του 1845 εκδόθηκε το ποίημα του Το Κοράκι, ένα από τα πιο γνωστά έργα του και το οποίο του πρόσφερε μεγάλη αναγνώριση, γεγονός που τον βοήθησε επίσης να αυξήσει το ισχνό του εισόδημα δίνοντας διαλέξεις. Ανατυπώθηκε σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά, ωστόσο ο ίδιος ο Πόε δεν αποκόμισε οικονομικά οφέλη από το ίδιο το έργο εξαιτίας της έλλειψης νόμων περί πνευματικών δικαιωμάτων.

«Το Κοράκι» αποτελείται από 108 στίχους, χωρισμένους σε 18 ίσες στροφές. Είναι γραμμένο σε τροχαϊκό μέτρο και διακρίνεται για την πλούσια ομοιοκαταληξία του, τη μουσικότητά του, τη στυλιζαρισμένη γλώσσα του και την υπερφυσική του ατμόσφαιρα. Εξιστορεί την επίσκεψη ενός μυστηριώδους κορακιού, σ' ένα νεαρό φοιτητή, που βρίσκεται σε απόγνωση από τον χαμό της αγαπημένης του Ελεωνόρας και οδηγείται σταδιακά στην τρέλα. Το κοράκι, που έχει λαλιά, στέκεται πάνω σ’ ένα αγαλματάκι της Παλλάδας Αθηνάς στο δωμάτιο του νεαρού φοιτητή και φαίνεται να τον προκαλεί με τη συχνή επανάληψη της λέξης «Ποτέ πιά» (Nevermore), ίσως τη διασημότερη επωδό της αγγλικής γλώσσας.

Το 1846 ο Πόε δημοσίευσε το δοκίμιο «Η φιλοσοφία της σύνθεσης» («The Philosophy of Composition»), όπου περιγράφει τη διαδικασία σύλληψης και γραφής του ποιήματός του, διαδικασία την οποία εντάσσει στο γενικότερο πλαίσιο της ιδεαλιστικής αισθητικής του.

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, που σύστησε τον Πόε στο ελληνικό κοινό το 1877 με το δοκίμιό του «Εδγάρδος Πόου», χαρακτηρίζει το ποίημα «αριστούργημα, απαράμιλλον δια την λεπτότητα του αισθήματος και την μαγείαν της γλώσσης». Ο ελληνολάτρης διανοητής Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910) ήταν ο πρώτος που το μετέφρασε στα ελληνικά το 1894.

Το ποίημα αυτό του Πόε έχει αγαπηθεί κι έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλά συγκροτήματα του χέβι μέταλ (Carpathian Forest, Tristania, Agathodaimon, Grave Digger, Nevermore κ.α). Το 1975 ο Άλαν Πάρσονς μελοποίησε ορισμένους στίχους του ποιήματος στο τραγούδι «Raven», που περιέχεται στο άλμπουμ «Tales of Mystery and Imagination» και το 2003 ο Λου Ριντ παρουσίασε μελοποιημένο όλο το ποίημα στο άλμπουμ «The Raven».



Το Κοράκι
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
 τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο
".

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι
".

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα
"
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά
και θα το λύσω θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.

'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
"Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου
!"
Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
"Ποτέ πια".

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
 Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
"Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει
λυπητερά το
 "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
"Ποτέ Πια!".

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε
". Και το Κοράκι είπε:
"Ποτέ από δω και πια!".

Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!
", μα κείνο απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".

"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα
";
Και το κοράκι απάντησε:
 "Ποτέ από δω και πια!".

"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια
!"
Και το Κοράκι απάντησε:
 "Ποτέ από δω και πια!".

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!


σχέδιο του Edouard Manet για τη γαλλική έκδοση (1875)
του ποίηματος «Το κοράκι» σε μετάφραση Stephane Mallarme

 
 
 ........................................................................................................................................
 
                              Θάνος Ανεστόπουλος - Το κοράκι (Edgar Allan Poe) (Α' μέρος)

Θάνος Ανεστόπουλος - Το κοράκι (Edgar Allan Poe) (Β' μέρος)



Ο τάφος του Πόε στη Βαλτιμόρη

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Σαρλ Μποντλαίρ


Σαρλ Πιερ Μποντλαίρ - Ο «ποιητής των κολασμένων»

«Γενιά του Κάιν ανέβα στον ουρανό
και γκρεμοτσάκισε στη γη τον Θεό»

Αν μπορούσε κανείς να αποτυπώσει το μήνυμα του Μποντλαίρ σε λίγες λέξεις, ίσως αυτό το δίστιχο είναι το καταλληλότερο. ‘Οσοι από τους «κολασμένους» γνώρισαν τον Δυτικό πολιτισμό, έγιναν κι έμειναν πιστοί στην ποίηση ενός από τους πιο σημαντικούς ποιητές της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο Σαρλ Πιερ Μποντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 9 Απριλίου 1821. Πατέρας του ήταν ο Ζοζέφ-Φρανσουά Μποντλαίρ και μητέρα του η Καρολίν Αρσεμπό-Ντιφαΐς. Έχασε τον πατέρα του όταν ήταν μόλις έξι ετών, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στον ψυχισμό του. Ενα χρόνο αργότερα, η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον στρατηγό Οπίκ. Ο Μποντλαίρ αντιπάθησε αμέσως τον πατριό του και διέβλεψε στη συμπεριφορά του στρατιωτικού αντίστοιχη αντιπάθεια. «Αντιπάθησα αμέσως αυτόν τον υπέροχο ηλίθιο», έγραφε αργότερα ο Κάρολος, «που με το ύφος του προσπαθούσε να μου εμφυσήσει όλο το γαλλικό πνεύμα».

Το 1836, σε ηλικία 15 ετών, ο Μποντλαίρ γράφεται στο Κολλέγιο Λουί λε Γκραν, στο Παρίσι, αφού πέρασε προηγουμένως τέσσερα χρόνια στη Λυών. Τελειώνοντας το σχολείο, συχνάζει στο Καρτιέ Λατέν, ακολουθώντας μια ζωή που η οικογένειά του χαρακτήριζε «σκανδαλώδη». Σχεδόν πάντα γυρνούσε στο σπίτι…μεθυσμένος ή, αργότερα, ποτισμένος με ουσίες που τον έκαναν να «δραπετεύει» από την ανυπόφορη γι' αυτόν πραγματικότητα. «Η παιδική μου ηλικία», έγραφε αργότερα σε μια αυτοβιογραφία του, «σημαδεύτηκε από μια ακατάπαυστη θύελλα, την οποία έσπαζαν μικρά διαλείμματα ηλιοφάνειας. Αλλά στον κήπο της ψυχής μου, η θύελλα δεν άφησε παρά ελάχιστα φρούτα. Αχ! Δυστυχία... ο χρόνος τρώει τη ζωή μας. Είναι ο σκοτεινός εχθρός που μας ρουφά το αίμα...». 

Τον Ιούνιο του 1841, πιεσμένος από την οικογένειά του να αλλάξει τρόπο ζωής, ο Μποντλαίρ αποφασίζει να ταξιδέψει στις Ινδίες, όπου, όμως, δεν θα φτάσει ποτέ, καθώς σταμάτησε στον Μαυρίκιο. Εκεί θα γράψει μερικά από τα πρώτα ποιήματά του, όπως «Σε μια μιγάδα», «Το αλμπατρος», το «Εξωτικό άρωμα» κ.λπ.

Τον Φεβρουάριο του 1842 επιστρέφει στο Παρίσι και την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τη Ζαν Ντιβάλ, η οποία θα τον εμπνεύσει να γράψει πολλούς στίχους. Από τότε μέχρι το 1846 γράφει πολλά ποιήματα, μέσα από τα οποία απορρίπτει την κοινωνία της εποχής του. Λέγεται ότι μια μέρα που ο Μποντλαίρ βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, περνούσε έξω από το σπίτι του ένας τζαμάς, ο οποίος κουβαλούσε τζάμια που επρόκειτο να τοποθετήσει σε γειτονικό σπίτι. 

Ο Μποντλέρ βγήκε έξω από το σπίτι του και φωνάζοντας «γιατί δεν βλέπω μέσα από τα τζάμια σου τη ζωή στα ρόζ;» έσπασε όλα τα τζάμια του άτυχου μαγαζάτορα, θέτοντας τη ζωή και των δυο σε κίνδυνο. Αποτέλεσμα εκείνης της οργής του ήταν το ποίημα «Η ζωή στα ροζ» (La vie en rose). 

Το 1847 ο Μποντλαίρ ανακαλύπτει τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, στα γραπτά του οποίου αναγνωρίζει έναν πνευματικό του αδελφό. Έλεγε ότι οι δυο τους συνδέθηκαν «χάρη στην κοινή αγάπη τους για τον πόνο». Εκείνη τη χρονιά, μια άλλη γυναίκα μπαίνει στη ζωή του: Τη λένε Μαρί Ντομπρέν και λέγεται ότι τα μάτια της ενέπνευσαν τον Κάρολο να γράψει το ποίημα «Το δηλητήριο του ουρανού». 

Ο Μποντλαίρ βλέπει στις εξεγέρσεις του Φεβρουαρίου 1848 την απόρριψη της κοινωνίας της εποχής του και λαμβάνει ενεργό μέρος σε αυτές. Η απόφασή του γκρεμίζει έναν μύθο που συνόδευε πολύ καιρό το όνομα του Σαρλ Μποντλαίρ, ότι δηλαδή ο εθισμός του σε ναρκωτικές ουσίες και στο αλκοόλ είχε εξουδετερώσει κάθε ενδιαφέρον του για τις κοινωνικές εξελίξεις και τον είχε κλείσει στον εαυτό του και τον «κόσμο του». 

Το 1852 στέλνει πολλά ποιήματά του στην πνευματική του αγαπημένη, την κυρία Σαμπατιέ. Ανάμεσά τους ήταν «Η αρμονία του απομεσήμερου» και «Η πνευματική αυγή». Λίγο αργότερα, ο Μποντλαίρ παίρνει την πρωτοβουλία να μεταφράσει στα γαλλικά τις «Ιστορίες» και τις «Νέες υπέροχες ιστορίες» του Εντγκαρ Αλαν Πόε. 

Τον Ιούνιο του 1857 ο Μποντλαίρ δημοσιεύει την πιο γνωστή ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Τα άνθη του κακού» (Les Fleurs du Mal), που ξεσηκώνει θύελλα κατηγοριών από την καλή κοινωνία της εποχής του. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς περνά από δίκη για «ανηθικότητα». 

Ο ποιητής και ο εκδότης του, ο Πουλέ Μαλασί, θα καταδικαστούν για έξι ποιήματα του Μποντλέρ, τα οποία από τότε αποτέλεσαν ειδική ομάδα υπό τον τίτλο «Καταδικασμένα κομμάτια». Η δεύτερη έκδοση του 1861 είναι εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά και ακρωτηριασμένη κατά έξι ποιήματα (Les bijoux, Le Léthé, À celle qui est trop gaie, Lesbos, Femmes damnées (το πρώτο ποίημα της συλλογής), Les métamorphoses du vampire), την δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ.

Το 1860 ο Μποντλαίρ δημοσιεύει τους «Τεχνητούς παραδείσους», στους οποίους ο ποιητής αναφέρεται στον κόσμο των αισθήσεων και τη λατρεία του ατέλειωτου. 

Τον Απρίλιο του 1861 γράφει και δημοσιεύει ένα μακροσκελές άρθρο γύρω από τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ενώ αντιλαμβάνεται ότι ο αέρας του Παρισιού τον σηκώνει όλο και λιγότερο. 

Ο ποιητής πνίγεται και αποφασίζει το 1864 να εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες, όχι πολύ μακριά ούτε πολύ κοντά από τη γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί δίνει μια σειρά διαλέξεων, αλλά γρήγορα συνειδητοποιεί ότι ούτε εκεί μπορεί να εγκατασταθεί, καθώς η βελγική καλή κοινωνία αντιδρά. Η υγεία του, όμως, είχε κλονιστεί από τη «σκανδαλώδη» ζωή, που από νεαρός είχε επιλέξει. Σε μια επίσκεψή του στον ναό του Σαν Λου ντε Ναμίρ, χάνει τις αισθήσεις του. Αργότερα τις ανακτά, αλλά από τότε είχε πολλά και αλλεπάλληλα προβλήματα υγείας. 

Το 1867 η απώλεια των αισθήσεών του είναι πλέον ο κανόνας. Ο μεγάλος ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι στις 31 Αυγούστου1867 και ετάφη στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.

Η τρίτη έκδοση των «Ανθέων» (1868) δεν θα βρει τον Μποντλέρ εν ζωή. Μετά τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση του 1857 ανακλήθηκε το 1949, οπότε και έγινε αποκατάσταση του πλήρους έργου του Μποντλαίρ.



Το ταξίδι

Μα αληθινοί ταξιδευτές εκείνοι είναι που φεύγουν
μονάχα για να φύγουν•ελαφρές καρδιές καθώς
μπαλόνια, το μοιραίο τους ποτέ δεν τ’ αποφεύγουν•
Χωρίς να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε «Εμπρός!»
Εκείνοι που σαν σύννεφα οι απροθυμιές τους μοιάζουν
και που σαν νεοσύλλεκτοι κανόνια λαχταρούν
κι άγνωστες ηδονές τρανές, που πάντοτε αλλάζουν
Και που τι όνομα έχουνε δεν μπόρεσαν να βρουν!
Φρίκη! Σαν σβούρα μοιάζουμε, σαν φούσκα που πηδάει•
Ακόμα και στον ύπνο μας, απάνω μας σιμώνει,
Μας δέρνει η Περιέργεια και μας κυλά στα χάη,
Σαν ένας Άγγελος σκληρός που ήλιους μαστιγώνει.

Μοίρα παράξενη! Ο σκοπός πάντα άλλη θέση παίρνει,
κι αφού δεν είναι πουθενά, μπορεί να’ναι παντού•
ο Άνθρωπος που ακούραστα η Ελπίδα τόνε σέρνει,
αιώνια ψάχνει αναπαμό με τρέξιμο τρελού.
Πλοίο τρικατάταρτο η ψυχή, ζητάει την Ικαρία•
Κάποια φωνή απ’ την γέφυρα φωνάζει: «Προσοχή!»
Κι από τη σκοπιά μια άλλη φωνή απαντά: « Ευτυχία…
’Έρωτας…Δόξα..» Διάολε! Σκόπελος είν’ εκεί!
Κάθε νησάκι που ο σκοπός του πλοίου μακριά κοιτάζει,
Είν’ Ελδοράδο που μας έχει η Μοίρα υποσχεθεί•
Κι η Φαντασία, που έξαλλη στην κεφαλή οργιάζει,
Βρίσκει μόνο έναν ύφαλο μόλις ο ήλιος βγει.
Ω των χιμαιρικών χωρών ο ποθοπλανταγμένος!
Στα σίδερα ή στη θάλασσα πρέπει να πεταχτεί
Ο οικτρός σκοπός, που Αμερικές βλέπει σαν μεθυσμένος
Κι η πλάνη του το βάραθρο το κάνει πιο βαθύ;
Κι ο γερο- αλήτης έτσι δα στις λάσπες που πατάει,
Χάσκοντας, παραδείσια ονειρεύεται παλάτια•
Σε κάθε τρώγλη που κερί μονάχα την φωτάει,
ανακαλύπτουν Κάπουες τα εκστατικά του μάτια.
(Από το ποιητικό του εργο «Τα άνθη του κακού» («les fleurs du mal») σε μετάφραση του Γεωργίου Σημηριώτη)
..................................................................................................................
                                                          "μέθα" Σαρλ Μποντλαίρ


Σαρλ Μπωντλαίρ
«Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής»


Ο Σαρλ Μπωντλαίρ γεννήθηκε το 1821, έκανε σπουδές στα λαμπρά κολέγια της Λυών και του Παρισιού, έφαγε τη πατρική του περιουσία, μπάρκαρε για τις Ινδίες και επέστρεψε λίγους μήνες μετά για να αφοσιωθεί στη ποίηση και να ζήσει μια αντισυμβατική ζωή απολαμβάνοντας κάθε είδους ηδονές και υποφέροντας από κάθε είδους εμμονές. Στις επαναστάσεις του 1848 βρέθηκε για λίγο στα οδοφράγματα, αλλά έπληξε γρήγορα στο ρόλο του επαναστάτη. Ως κριτικός πολέμησε την εκζήτηση του ρομαντισμού και αναζήτησε την αυθεντική ομορφιά τοποθετώντας την έξω από ηθικά, ιδεολογικά και αισθητικά κριτήρια. Δεν σταμάτησε να λέει πως ο Πόε ήταν εκείνος που του έμαθε να σκέφτεται. Πέθανε στο Βέλγιο, το οποίο θεωρούσε κάτι σαν γελοιογραφία της βολταιρικής Γαλλίας. Ήταν μόνο 46 ετών.
Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Μποντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για τις συγγραφές του και την θεματική του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Η εφημερίδα Φιγκαρό της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μποντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».

Στις 25 Ιουλίου του 1857 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η συλλογή «Άνθη του κακού» του Σαρλ Μπωνταίρ σε 1.100μόλις αντίτυπα αφήνοντας άναυδους του μεγάλους συγγραφείς της εποχής . Με ταεγκώμια όμως των Φλομπέρ, του Γκωτιέ, του Ουγκώ δεν συμφωνήσαν όλοι. Η εφημερίδα «Φιγκαρό» υποδέχτηκε την έκδοση με τον λίβελο του Γκυστάβ Μπουρντέν ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο διανοητικά διασαλευμένος ποιητής έστησε με τη συλλογή του «ένα νοσοκομείο για κάθε παραφροσύνη του πνεύματος». Λίγο καιρό αργότερα δικαστήριο των Παρισίων καταδίκασε τους εκδότες και τον ποιητή με χρηματικά πρόστιμα διατάζοντας παράλληλα την απόσυρσηέξι ποιημάτων της συλλογής για προσβολή δημοσίας αιδούς. Φυσικά επρόκειτο για μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα που κατείχαν μια κρίσιμη θέση σε μια σύνθεση η οποία όχι μόνο ενσωμάτωνε αλλά και ανανέωνε ολόκληρη την ευρωπαϊκή παράδοση καθιστώντας τον Μπωντλαίρ μια για πάντα «προφήτη της νεωτερικότητας». Η απαγόρευση πλήγωσε βαθιά για τον ποιητή, τον κριτικό, τον μεταφραστή του Πόε, τον μεγάλο θαυμαστή του Βάγκνερ, τον φίλο των σημαντικών ρομαντικών ζωγράφων.

Ο Μποντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας Λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».

Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μποντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την Ομορφιά με την Κακία, την βία με την ηδονή (Une martyre), καθώς και να καταδείξει την σχέση μεταξύ τους. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών για την εποχή (Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία (Mœsta et errabunda) και την νοσταλγία (L' Invitation au voyage).

Τα άνθη του κακού- Απαγορευμένα Ποιήματα
 Η επιρροή που άσκησαν «Τα άνθη του κακού» σε κάθε γωνιά της Ευρώπης μπορεί να συγκριθεί μόνο με έργα όπως το «Μια εποχή στη Κόλαση» του Ρεμπώ. Η ρομαντικής εμπνεύσεως επιθυμία του Μπωντλαίρ να συνομιλήσει με το απόλυτο ποτίζεται από ένα αίσθημα βαθιάς μελαγχολίας όπου η αναζήτηση του ωραίου αποκτά μια διττή μορφή καθώς στόχος του ήταν να αναδείξει τη γοητεία που μπορεί να κρύβει το κακό, το σατανικό και το φρικώδες. Ο Έλιοτ εκτίμησε το έργο αυτό «ως το μέγιστο παράδειγμα νεωτερικής ποίησης όλων των γλωσσών». Στα έξι ποιήματα που κάποτε προκάλεσαν τον αποτροπιασμό του δικαστηρίου ανιχνεύονται όλα τα μοτίβα του ποιητή: δαιμονολογία, ερωτευμένες γυναίκες, καταραμένοι έρωτες, θανατοφιλία, λήθη πόνος, σαδισμός. Η ποίηση του Μπωντλαίρ παρά την εντυπωσιακή ρευστότητα της ως προς την απόδοση των συναισθημάτων και τις αλλεπάλληλες δονήσεις της ξεχωρίζει με την συγκεκριμένη αρχιτεκτονική της δομής της και την αυστηρότητα της φόρμα της. Τα έξι αυτά ποιήματα είναι τα «Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες», « η λήθη», «σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «τα κοσμήματα», «οι μεταμορφώσεις της Λάμιας».

Το δύσκολο έργο της μετάφρασης ανέλαβε οΕρρίκος Σοφράς, μεταφραστής, μεταξύ άλλων καιτης Έμιλυ Ντίκινσον, επέτρεψε να εισχωρήσει μέσα στην ελληνική γλώσσα η απαράμιλλη μπωντλαιρική σαγήνη. Οι εκδόσεις Μεταίχμιο παρουσιάζουν τα θρυλικά αυτά ποιήματα σε μια φροντισμένη δίγλωσση έκδοση στην οποία σημαντική θέση κατέχει η εικονογράφηση του ολλανδού ζωγράφου Πατ Αντρέα. Από τους βασικούς εκπροσώπους την νεοπαραστατικής σχολής και του μαγικού ρεαλισμού ο Πατ Αντρεά επιχειρήσει να αποδώσει το σκοτεινό, ταραγμένο, τρομαγμένο αλλά και αισθησιακό κόσμο του Μπωντλαίρ.

Τα «Άνθη του κακού» ανήκουν σε εκείνες τις συλλογές που κάθε γενιά τις διαβάζει με το δικό της τρόπο. Τα έξι απαγορευμένα ποιήματα έχουν τώρα την ευκαιρία να βρουν νέους αναγνώστες και μάλιστα σε μια εποχή που την περιθωριοποιημένη πλέον ποίηση έχουμε ανάγκη ίσως περισσότερο από ποτέ.
................................................................................................................

                                                    Σαρλ Μπωντλαίρ - Η Φωνή

................................................................................................................
Spleen 
 (Μετάφραση: K. Γ. Καρυωτάκης)
Είμαι σάν κάποιο βασιλιά σέ μιά σκοτεινή χώρα, 
πλούσιον, αλλά, χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα 
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί, 
καί την ανία του νά διώξει ματαιοπονεί 
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δέ φαιδρύνει πιά το μέτωπο του αρρώστου, 
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, πού είν’ έτοιμες νά πουν, 
άν το θελήσει, πώς πολύ-πολύ τον αγαπούν, 
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι, 
ούτε ο λαός, προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει. 
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός, 
χωρίς ενα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν τού φτιάνουν οι σοφοί, δέ θά μπορέσουν 
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν, 
καί μέ τά αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή, 
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική, 
νά δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει 
μόνο τής Λήθης το νερό στίς φλέβες του καί τρέχει.
SPLEEN  Αγγλική λέξη, ελληνικής καταγωγής (σπλήν = σπλήνα), 
υιοθετημένη από τούς γάλλους ποιητές και ιδιαίτερα τόν Μπωντλαίρ σημαίνει: αναίτια μελαγχολία και ανία, αηδία γιά την ζωή.
.............................................................................................

                                     '' Ο Βρυκόλακας '' του Charles Baudelaire  

Σαρλ Μπωντλαίρ – Τα Άνθη του Κακού” (Les Fleurs du Mal)

Η ηλιθιότητα, το λάθος, το αμάρτημα, η τσιγγουνιά,
Απασχολούν το πνεύμά μας και βασανίζουν τα σώματά μας,
Και τροφοδοτούμε τις αγαπημένες μας τύψεις,
Όπως οι ζητιάνοι τρέφουν τα παράσιτά τους.

Τα αμαρτήματά μας είναι πεισματάρικα, οι μεταμέλειές μας χαλαρές,
Τα πληρώνουμε βαριά με τις εξομολογήσεις μας,
Και επιστρέφουμε χαρούμενοι πίσω στο βουρκώδη δρόμο,
Πιστεύοντας ότι τα ευτελή δάκρυα ξεπλένουν όλους τους λεκέδές μας.
Πάνω στο μαξιλάρι του κακού είναι ο Τρισμέγιστος Σατανάς
Που νανουρίζει μακρόσυρτα το μαγεμένο πνεύμα μας,
Και το σκληρό μέταλλο της θέλησής μας
Εξατμίζεται ολόκληρο από αυτόν τον λόγιο χημικό.
Είναι ο Διάβολος που βαστά τα σκοινιά τα οποία μας κινούν!
Για απεχθή αντικείμενα βρίσκουμε τα θέλγητρα.
Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση μ’ένα βηματισμό,
Χωρίς τρόμο, διασχίζοντας το σκότος με την βρώμικη οσμή.
Όπως μια φτωχή ακολασία που φιλά και τρώει
Το βασανισμένο στήθος μιάς αρχαίας πόρνης,
Ξεκλέβουμε προχωρώντας μια παράνομη ευχαρίστηση
Η οποία μας πιέζει πολύ δυνατά όπως ένα ώριμο πορτοκάλι.
Σφίγγοντας, μυρμηγιάζοντας, σαν ένα εκατομμύριο ελμίνθες²,
Μέσα στο ξεφάντωμα του μυαλού μας ένα πλήθος από Δαίμονες,
Και, όταν αναπνέουμε, ο Θάνατος μέσα στα πνευμόνια μας
Κατέρχεται, αόρατο ποτάμι, με υπόκωφους στεναγμούς.
Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.
Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα
Και μέσα σ’ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.
Είναι η πλήξη/ανία! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ,
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
- Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!

                                           Σαρλ Μπωντλαίρ - Το δηλητήριο

Θάνος Ανεστόπουλος - Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

                            Άλμπατρος -Σ.Μάλαμας(Ποίηση Charles Baudelaire)