Φανταστικά πορτρέτα του Κάλβου: Σχέδιο του Οδυσσέα Ελύτη (1991)
Με διαλέξεις, ομιλίες, δημοσιεύματα ενθαρρύνει Έλληνες και Φιλέλληνες. Το 1824 τυπώνει στην Γενεύη τις πρώτες δέκα Ωδές και στο Παρίσι, όπου συνεχίζει την πατριωτική δράση, το 1826, τις δέκα επόμενες. Εδώ ο Κάλβος σταματά την δημιουργική ενασχόλησή του με την ποίηση και, φλεγόμενος από ενθουσιασμό, κατεβαίνει στο Ναύπλιο να πολεμήσει. Ήδη όμως έχουν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες τον απογοητεύουν. Έτσι, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος, μετά γίνεται καθηγητής της "θεωρητικής φιλοσοφίας" στην Ιόνιο Ακαδημία και το 1841 διευθυντής στο Ιόνιο Γυμνάσιο. Δημοσιεύει τις απόψεις του στην "Επίσημο Εφημερίδα" της Ιονίου Πολιτείας, έπειτα γράφει φλογερά άρθρα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην ριζοσπαστική εφημερίδα του Πέτρου Βράιλα, "Πατρίς".
Απογοητευμένος από τις περιστάσεις, τα παρατά όλα και ξαναγυρίζει το 1852 στο Λονδίνο, όπου ξεκινά μια νέα ζωή. Το 1853 παντρεύεται τη σαραντάρα Σαρλότ Ουώνταμς, η οποία έχει ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου και διδάσκει ο Κάλβος εις το εξής. Εκεί ο ποιητής των Ωδών θα ζήσει ευτυχισμένος τα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 30 Νοεμβρίου 1869.
Το 1888, σε μια διάλεξη στον "Παρνασσό", ο Κωστής Παλαμάς προβάλλει το έργο του Κάλβου, το οποίο από τότε κερδίζει ευρεία αναγνώριση.
Η πόλη και το λιμάνι της Ζακύνθου (περίπου 1820)
Η σποραδική πληροφόρηση για τα γεγονότα του βίου του Κάλβου δημιούργησε ανέκαθεν ένα μυστήριο σχετικά με τη ζωή του ποιητή, που υφαίνεται κυρίως γύρω από τους εξής πόλους: την επαναστατική του δράση, την επιστροφή στην Αγγλία παρά τη ρητά εκπεφρασμένη -και ποιητικά («Φιλόπατρις»)- επιθυμία του να πεθάνει στην Ζάκυνθο, και φυσικά την ποιητική σιωπή μετά το 1826.
Πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Κάλβου, Κερκυραίου αξιωματικού του βενετικού στρατού, και της Αδριανής Ρουκάνη, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Το 1802, κι ενώ ο γάμος των γονιών του καταλήγει σε διάσταση, ο Κάλβος και ο αδελφός του αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον πατέρα τους στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Ο πρόωρος χωρισμός από τη μητέρα, που πεθαίνει το 1815, θα είναι οριστικός. Ο Κάλβος μόνο με τα μάτια της φαντασίας του θα την ξαναδεί. Μια τέτοια συνάντηση, ονειρική, περιγράφει λίγα χρόνια μετά στην ωδή «Εις θάνατον»:
κ΄.
Yιέ μου πνέουσαν μ' είδες
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ' εδίπλωνε
και με' φως και με' θάνατον
ακαταπαύστως.
[…]
κε΄.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ' οπού μ' εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα!
Στις 23 Απριλίου του 1821 και ενώ βρισκόταν στη Φλωρεντία, ο 29χρονος Ανδρέας Κάλβος συνελήφθη «ως ταραχοποιό στοιχείο» και οδηγήθηκε με άκρα μυστικότητα στις ανακριτικές αρχές.
Το 1814 μεταφράζει στα ιταλικά από τη σικελική διάλεκτο ποιήματα του Giovanni Meli, ποιητή που συνδέει το όνομά του με την παράδοση της ιταλικής αρκαδικής ποίησης. Ωστόσο την ίδια χρονιά, με τη συγγραφή της «Ode agli Ionii» [Ωδή στους Ιονίους], ο Κάλβος πραγματοποιεί, σε ιταλική ακόμα γλώσσα, τη στροφή που εγγράφει οριστικά πλέον την ποίησή του στον ορίζοντα της διπλής προοπτικής της πατριδολατρίας και της υπηρεσίας του αγώνα. Το ποίημα, που ο Κάλβος απευθύνει στους συμπατριώτες, εμπνέεται από τη διάψευση των προσδοκιών των Επτανήσιων για ανεξαρτησία και ο Κάλβος δείχνει να ανταποκρίνεται πλέον ενεργά στο νέο καθήκον που επιβάλλει η εποχή στους λόγιους: της δημόσιας παρέμβασης και της κοινωνικής αφύπνισης.
"Ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος είχεν υποσχεθεί εις τον ημέτερον Καποδίστριαν, Κερκυραίον, ότι η Επτάνησος θα εγίνετο Δημοκρατία· όμως εις προδότης εδημοσίευσεν εις τας εφημερίδας ότι οι ωραίοι αυταί νήσοι θα παρεχωρούντο εις τον βασιλέα εκείνον της Νεαπόλεως, του οποίου είχε διχοτομηθεί το βασίλειον, ο ίδιος δε είχε περιορισθεί εις την Σικελίαν. Όθεν ο φόβος, μήπως πραγματοποιηθεί η δυστυχία αυτή μου υπηγόρευσε την ωδήν ταύτην" (Ζώρας, 1960: 21)
Παράλληλα, είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται ποιητικά με την εξύμνηση της Ζακύνθου ακολουθώντας το πρότυπο του Foscolo:
Ας μη μου δώσει η μοίρα
να σε ξεχάσω ω Ζάκυνθος.
Μάλλον σ' επιθυμάω
μάλλον σ' αγαπάω, μήτηρ μου
ήσουν και είσαι. Κι ο Ζευς
αν ακούσει τον πόθον μου,
όταν πέσουν νεκρά
νους και χέρια που τείνω
διά την δόξαν Ελλάδος,
στους λόφους σου πολύφυλλους
όπως την πρώτην ας βγάλω
και την ύστατην πνοήν.
[Πορφυρής, 1959: 112-114].
Ugo Foscolo. Έργο του François-Xavier Fabre (1766-1837), 1813.
ὦ θαυμασία νῆσος,
Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας
τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος
τὰ χρυσὰ δῶρα! 5
ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι
τὴν ψυχήν, καὶ βροντάουσιν
ἐπὶ τὰς κεφαλὰς
τῶν ἀχαρίστων. 10
ποτέ· - Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε
μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε
τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος
εἰς ξένα ἔθνη. 15
ὅταν τὸ φῶς ἐπλούτη
τὰ βουνά, καὶ τὰ κύματα,
σὲ ἐμπρὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου
πάντοτες εἶχον. 20
ρόδα μὲ᾿ τὸ ἀμαυρότατον
πέπλον σκεπάζῃ ἡ νύκτα,
σὺ εἶσαι τῶν ὀνείρων μου
ἡ χαρὰ μόνη. 25
ποτὲ εἰς τὴν Αὐσονίαν,
γῆ μακαρία, ὁ ἥλιος·
κεῖ καθαρὸς ὁ ἀέρας
πάντα γελάει. 30
ἐκεῖ ἡ Παρνάσιαι κόραι
χορεύουν, καὶ τὸ λύσιον
φύλλον αὐτῶν τὴν λύραν
κεῖ στεφανώνει. 35
τὰ νερὰ τῆς θαλάσσης,
καὶ ρίπτονται, καὶ σχίζονται
βίαια ἐπὶ τοὺς βράχους
ἀλβιονείους. 40
τοῦ κλεινοῦ Ταμησσοῦ,
καὶ δύναμιν, καὶ δόξαν,
καὶ πλοῦτον ἀναρίθμητον
τὸ ἀμαλθεῖον. 45
μ᾿ ἔφερεν· ἡ ἀκτῖνες
μ᾿ ἔθρεψαν, μ᾿ ἐθεράπευσαν
τῆς ὑπεργλυκυτάτης
ἐλευθερίας. 50
τῶν Κελτῶν ἱερὰ
πόλις· τοῦ λόγου ποία,
ποία εἰς ἐσὲ τοῦ πνεύματος
λείπει ἀφροδίτη; 55
καὶ σὺ Ἀλβιών, χαιρέτωσαν
τὰ ἔνδοξα Παρίσια·
ὡραία καὶ μόνη ἡ Ζάκυνθος
μὲ κυριεύει. 60
καὶ τὰ βουνὰ σκιώδη,
ἤκουον ποτὲ σημαίνοντα
τὰ θεῖα τῆς Ἀρτέμιδος
ἀργυρᾶ τόξα. 65
καὶ τὰς πηγὰς σεβάζονται
δροσερὰς οἱ ποιμένες·
αὐτοῦ πλανῶνται ἀκόμα
ἡ Νηρηΐδες. 70
ἐφίλησε τὸ σῶμα·
πρῶτοι οἱ ἰώνιοι Ζέφυροι
ἐχάϊδευσαν τὸ στῆθος
τῆς Κυθερείας. 75
ὁ οὐρανὸς ἀνάπτῃ,
καὶ πλέωσι γέμοντα ἔρωτος
καὶ φωνῶν μουσικῶν
θαλάσσια ξύλα· 80
οἱ αὐτοὶ χαϊδεύουν Ζέφυροι
τὸ σῶμα καὶ τὸ στῆθος
τῶν λαμπρῶν Ζακυνθίων
ἄνθος παρθένων. 85
ὦ φιλτάτη πατρίς μου,
καὶ πλουτίζει τὸ πέλαγος
ἀπὸ τὴν μυρωδίαν
τῶν χρυσῶν κήτρων. 90
ἐλαφρά, καθαρά,
διαφανῆ τὰ σύννεφα
ὁ βασιλεὺς σοῦ ἐχάρισε
τῶν Ἀθανάτων. 95
σοῦ βρέχει τὴν ἡμέραν
τοὺς καρπούς, καὶ τὰ δάκρυα
γίνονται τῆς νυκτὸς
εἰς ἐσὲ κρίνοι. 100
ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπόν σου
ἡ χιῶν· δὲν ἐμάρανε
ποτὲ ὁ θερμὸς Κύων,
τὰ σμάραγδά σου. 105
σὲ λέγω εὐτυχεστέραν,
ὅτι σὺ δὲν ἐγνώρισας
ποτὲ τὴν σκληρὰν μάστιγα
ἐχθρῶν, τυράννων. 110
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα. 115
Ugo Foscolo. Έργο του François-Xavier Fabre (1766-1837), 1813.
΄Ωδὴ Πρώτη. Ὁ Φιλόπατρις
στροφὴ α´.
Ὦ φιλτάτη πατρίς,ὦ θαυμασία νῆσος,
Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας
τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος
τὰ χρυσὰ δῶρα! 5
β´.
Καὶ σὺ τὸν ὕμνον δέξου·ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι
τὴν ψυχήν, καὶ βροντάουσιν
ἐπὶ τὰς κεφαλὰς
τῶν ἀχαρίστων. 10
γ´.
Ποτὲ δὲν σὲ ἐλησμόνησα,ποτέ· - Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε
μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε
τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος
εἰς ξένα ἔθνη. 15
δ´.
Ἀλλὰ εὐτυχής, ἢ δύστηνοςὅταν τὸ φῶς ἐπλούτη
τὰ βουνά, καὶ τὰ κύματα,
σὲ ἐμπρὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου
πάντοτες εἶχον. 20
ε´.
Σύ, ὅταν τὰ οὐράνιαρόδα μὲ᾿ τὸ ἀμαυρότατον
πέπλον σκεπάζῃ ἡ νύκτα,
σὺ εἶσαι τῶν ὀνείρων μου
ἡ χαρὰ μόνη. 25
ς´.
Τὰ βήματά μου ἐφώτισεποτὲ εἰς τὴν Αὐσονίαν,
γῆ μακαρία, ὁ ἥλιος·
κεῖ καθαρὸς ὁ ἀέρας
πάντα γελάει. 30
ζ´.
Ἐκεῖ ὁ λαὸς ηὐτύχησεν·ἐκεῖ ἡ Παρνάσιαι κόραι
χορεύουν, καὶ τὸ λύσιον
φύλλον αὐτῶν τὴν λύραν
κεῖ στεφανώνει. 35
η´.
Ἄγρια, μεγάλα τρέχουσιτὰ νερὰ τῆς θαλάσσης,
καὶ ρίπτονται, καὶ σχίζονται
βίαια ἐπὶ τοὺς βράχους
ἀλβιονείους. 40
θ´.
Ἀδειάζει ἐπὶ τὰς ὄχθαςτοῦ κλεινοῦ Ταμησσοῦ,
καὶ δύναμιν, καὶ δόξαν,
καὶ πλοῦτον ἀναρίθμητον
τὸ ἀμαλθεῖον. 45
ι´.
Ἐκεῖ τὸ αἰόλιον φύσημαμ᾿ ἔφερεν· ἡ ἀκτῖνες
μ᾿ ἔθρεψαν, μ᾿ ἐθεράπευσαν
τῆς ὑπεργλυκυτάτης
ἐλευθερίας. 50
ια´.
Καὶ τοὺς ναούς σου ἐθαύμασατῶν Κελτῶν ἱερὰ
πόλις· τοῦ λόγου ποία,
ποία εἰς ἐσὲ τοῦ πνεύματος
λείπει ἀφροδίτη; 55
ιβ´.
Χαῖρε Αὐσονία, χαῖρεκαὶ σὺ Ἀλβιών, χαιρέτωσαν
τὰ ἔνδοξα Παρίσια·
ὡραία καὶ μόνη ἡ Ζάκυνθος
μὲ κυριεύει. 60
ιγ´.
Τῆς Ζακύνθου τὰ δάση,καὶ τὰ βουνὰ σκιώδη,
ἤκουον ποτὲ σημαίνοντα
τὰ θεῖα τῆς Ἀρτέμιδος
ἀργυρᾶ τόξα. 65
ιδ´.
Καὶ σήμερον τὰ δένδρα,καὶ τὰς πηγὰς σεβάζονται
δροσερὰς οἱ ποιμένες·
αὐτοῦ πλανῶνται ἀκόμα
ἡ Νηρηΐδες. 70
ιε´.
Τὸ κῦμα ἰώνιον πρῶτονἐφίλησε τὸ σῶμα·
πρῶτοι οἱ ἰώνιοι Ζέφυροι
ἐχάϊδευσαν τὸ στῆθος
τῆς Κυθερείας. 75
ις´.
K᾿ ὅταν τὸ ἐσπέριον ἄστρονὁ οὐρανὸς ἀνάπτῃ,
καὶ πλέωσι γέμοντα ἔρωτος
καὶ φωνῶν μουσικῶν
θαλάσσια ξύλα· 80
ιζ´.
Φιλεῖ τὸ ἴδιον κῦμα,οἱ αὐτοὶ χαϊδεύουν Ζέφυροι
τὸ σῶμα καὶ τὸ στῆθος
τῶν λαμπρῶν Ζακυνθίων
ἄνθος παρθένων. 85
ιη´.
Μοσχοβολάει τὸ κλίμα σου,ὦ φιλτάτη πατρίς μου,
καὶ πλουτίζει τὸ πέλαγος
ἀπὸ τὴν μυρωδίαν
τῶν χρυσῶν κήτρων. 90
ιθ´.
Σταφυλοφόρους ρίζας,ἐλαφρά, καθαρά,
διαφανῆ τὰ σύννεφα
ὁ βασιλεὺς σοῦ ἐχάρισε
τῶν Ἀθανάτων. 95
κ´.
Ἡ λαμπὰς ἡ αἰώνιοςσοῦ βρέχει τὴν ἡμέραν
τοὺς καρπούς, καὶ τὰ δάκρυα
γίνονται τῆς νυκτὸς
εἰς ἐσὲ κρίνοι. 100
κα´.
Δὲν ἔμεινεν ἔαν ἔπεσεποτὲ εἰς τὸ πρόσωπόν σου
ἡ χιῶν· δὲν ἐμάρανε
ποτὲ ὁ θερμὸς Κύων,
τὰ σμάραγδά σου. 105
κβ´.
Εἶσαι εὐτυχής· καὶ πλέονσὲ λέγω εὐτυχεστέραν,
ὅτι σὺ δὲν ἐγνώρισας
ποτὲ τὴν σκληρὰν μάστιγα
ἐχθρῶν, τυράννων. 110
κγ´.
Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μουεἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα. 115
Ο Κάλβος ανήκε στο κίνημα των Καρμπονάρων.
Επρόκειτο για μία μυστική επαναστατική οργάνωση που ιδρύθηκε το 19ο αιώνα στην Ιταλία.
Τα μέλη της διεκδικούσαν δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Αποτελούσαν τη μοναδική εστία αντίστασης στα απολυταρχικά καθεστώτα, που είχαν επιβληθεί στην κατακερµατισµένη Ιταλία, μετά την ήττα του Ναπολέοντος Βοναπάρτη το 1815.
Μυστικές κατηχήσεις, θεατρικά τελετουργικά, γρίφοι με αλληγορίες και ιεροί όρκοι συνέδεαν τα µέλη της οργάνωσης.
Ο Κάλβος γοητεύτηκε από τα ιδεώδη τους και αγωνίστηκε μαζί τους.
Στην ανάκριση όμως για καλή του τύχη, δεν προέκυψαν από τις καταθέσεις ισχυρά ενοχοποιητικά στοιχεία. Έτσι δεν φυλακίστηκε, αλλά απελάθηκε.
Λιθογραφία με θέμα «Μύηση Καρμπονάρων» [John Murray, 1821]
Η επιστροφή του στην Ελλάδα
Ο νεαρός ποιητής κατέφυγε στη Γενεύη, όπου έγραψε το μνημειώδες έργο του, τις «Ωδές», επηρεασμένος από την ελληνική επανάσταση.
Συγκλονισμένος από όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, έφθασε το 1826 στο Ναύπλιο για να βοηθήσει. Απογοητεύτηκε από το κλίμα διχόνοιας και ταξίδεψε στην Κέρκυρα για να διδάξει στην Ιόνιο Ακαδημία.
Η παρουσία του όμως προκάλεσε αντιδράσεις και παραιτήθηκε δύο φορές από την έδρα του για να καταλήξει το 1852 στην Αγγλία, όπου και έμεινε έως τον θάνατο του το 1869.
Ιόνιος Ακαδημία (1930)
Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια στην
ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν.
Άνθρωπος μονήρης, μάλλον ευερέθιστος στις κοινωνικές και επαγγελματικές του σχέσεις, «έτρεφεν ιδιάζουσαν προτίμησιν προς το μέλαν χρώμα, ως αρμοζόμενον προς το μελαγχολικόν του χαρακτήρος του, και είχε την μανίαν δι' αυτού να επιχρίει τα έπιπλά του» (Παλαμάς). Το είπε και ο Σολωμός πως «δε ζει κανείς καλά παρά μόνος» και το έκανε και εκείνος πράξη στην Κέρκυρα, όμως η επιλογή της μοναχικής ζωής από την πλευρά του Κάλβου περικλείεται από ένα μυστήριο: δε μας άφησε ούτε ένα πορτρέτο του. Δε μας εξήγησε γιατί αποφάσισε να μην ξαναγράψει ποίηση και κυρίως δεν σχολίασε σε κανενός είδους κείμενό του την επιλογή της αυτοεξορίας από το 1852 και μετά.
Αυτή η συνθήκη αυτοεξορίας στερεί από τον Κάλβο τον θάνατο στην πατρίδα, που ευχήθηκε να έχει στην πρώτη ωδή της Λύρας. Στις 3 Νοεμβρίου 1869 πεθαίνει και ενταφιάζεται στην μικρή πόλη Louth της Αγγλίας. Την επιχείρηση της μεταθανάτιας «επιστροφής» του στην πατρίδα αναλαμβάνει ο Γ. Σεφέρης και η ελληνική πολιτεία, που φροντίζουν το 1960 για την μετακομιδή των οστών του Κάλβου και της γυναίκας του στη Ζάκυνθο.
Αυτή η συνθήκη αυτοεξορίας στερεί από τον Κάλβο τον θάνατο στην πατρίδα, που ευχήθηκε να έχει στην πρώτη ωδή της Λύρας. Στις 3 Νοεμβρίου 1869 πεθαίνει και ενταφιάζεται στην μικρή πόλη Louth της Αγγλίας. Την επιχείρηση της μεταθανάτιας «επιστροφής» του στην πατρίδα αναλαμβάνει ο Γ. Σεφέρης και η ελληνική πολιτεία, που φροντίζουν το 1960 για την μετακομιδή των οστών του Κάλβου και της γυναίκας του στη Ζάκυνθο.
Η απόπειρα αυτοκτονίας και η δύσκολη παιδική ηλικία
Η ζωή του, ήταν πάντα περιπετειώδης.
Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792, αλλά ο τυχοδιώκτης πατέρας του, που ήταν μισθοφόρος του Ενετικού στρατού, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μητέρα του. Η γνωστή αρχοντοπούλα του νησιού έμεινε στη Ζάκυνθο και ο πατέρας του τον πήρε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Νικόλα. Ήταν μόλις εννιά χρόνων.
Τα δύο παιδιά δεν ένιωσαν ποτέ την οικογενειακή θαλπωρή γιατί ο πατέρας τους τα εγκατέλειπε συχνά ταξιδεύοντας για δουλειές, ενώ η μητέρα είχε χάσει τα ίχνη τους.
Το 1812 γνώρισε τον Ούγκο Φόσκολο, τον γνωστό ποιητή και διανοούμενο της εποχής. Ο Κάλβος έγινε αμέσως γραμματέας του και συνόδεψε τον φίλο και μέντορά του παντού.
Πρώτα ταξίδεψαν στην Ελβετία και ύστερα στο Λονδίνο, όπου τσακώθηκαν με αποτέλεσμα να χωρίσουν οι δρόμοι τους, το 1817.
Δύο χρόνια μετά, ο Κάλβος παντρεύτηκε την Τερέζα Τόμας, η οποία πέθανε ένα χρόνο αργότερα, όπως και η κόρη τους.
Η ερωτική σχέση που σύναψε με μια μαθήτρια του, τελείωσε άδοξα. Απελπισμένος προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Το 1820 επέστρεψε στην Ιταλία και έγινε καρμπονάρος.
Ο Ανδρέας Κάλβος πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1869 στο Λάου της Αγγλίας, όπου δίδασκε τα τελευταία 16 χρόνια της ζωής του.
Η εκκλησία της Αγ. Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον, όπου βρίσκεται ο τάφος του Κάλβου.
Χειρόγραφο [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Λυκείου]
Αν και οι ωδές του Κάλβου δεν ήταν ιδιαίτερα προσβάσιμες στους συμπατριώτες του, οι περισσότερες από αυτές αναλαμβάνουν, με ύφος παραινετικό και αγωνιστικό, την ενίσχυση του φρονήματος του αγωνιζόμενου λαού. Ο τρόπος με τον οποίο η πολιτική ποίηση του Κάλβου υμνεί έννοιες όπως η ελευθερία, η δόξα, η αρετή και η δικαιοσύνη της δίνουν την ευρύτερη διάσταση μιας ποίησης κοινωνικής και επιπλέον την συνδέουν με τις φιλοσοφικές ιδέες και αντιλήψεις του Διαφωτισμού. Για τον Κάλβο, ο οποίος έχει δει στην Ευρώπη την εξέλιξη των επαναστατικών κινημάτων, μέσω της ελληνικής επανάστασης προκρίνεται κυρίως το μοντέλο μιας δίκαιης επανάστασης. Η κατάκτηση της ελευθερίας του ελληνικού έθνους έχει μέγιστη σημασία, γιατί θα σημάνει την υπερίσχυση του δικαίου επί της αδικίας. Έτσι ο ποιητής επιχειρεί να διαφυλάξει ηθικά την επανάσταση, λ.χ. προβλέποντας τον κίνδυνο μιας πιθανής αντεκδικητικής διάθεσης από την πλευρά των Ελλήνων σε σχέση με τη βάναυση συμπεριφορά των Οθωμανών:
Ας ερημώσει ο πόλεμος
την Eλλάδα πριν εύρη
της Xίου την μοίραν.
κδ΄.
Όμως αν μιμηθεί
το σκληρόν, την οργήν
παμμίαρον των εχθρών της,
ας γένει, ας γένει μίσημα
παντός του κόσμου.
[«Εις Χίον»]
Ο Κάλβος προειδοποιεί ακόμη και για τους εσωτερικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το κοινό καλό, όπως η διχόνοια μεταξύ των οπλαρχηγών:
Mεγάλη, τρομερή,
με τα πτερά απλωμένα,
καθώς αετός ακίνητος,
κρέμεται στον αέρα
ψηλά η Διχόνοια.
ις΄.
«Eγώ,» φωνάζει, «εγώ
από τον κόσμον έσβυσα
ένα λαόν· και ταύτην
την γην εξολοθρεύσασα
τώρα εορτάζω.»
[«Το φάσμα»]
Ή ακόμα: η προδοσία:
ιδ΄.
Σφαλερόν δρόμον, άθλιε,
εδιάλεξας· οι Έλληνες
που επρόδωσας θαυμάζονται
από την οικουμένην
κι ήρωες καλούνται.
[«Εις τον προδότην»]
Έχει υποστηριχθεί ευρέως ότι οι καλβικές ωδές στόχευαν να βρουν αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους Ευρωπαίους φιλέλληνες, κάτι που σίγουρα ισχύει ως έναν βαθμό, ωστόσο ο Κάλβος δεν κρύβει τη μεγάλη του δυσαρέσκεια από τον τρόπο που έχουν χειριστεί οι Ευρωπαίοι την υπόθεση της ελληνικής επανάστασης.
......................................................................................................................................
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία. 5
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος· 10
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον. 15
ἔχεις γνωστόν. Νὰ ἡ Πάτμος,
νὰ αἱ Κορασσίαι, κ᾿ ἡ Κάλυμνα
ποὺ τρέφει τὰς μελίσσας
μὲ᾿ ἀθέριστα ἄνθη. 20
καὶ ἡ Κῶς εὐτυχεστάτη,
ἥ τις τοῦ κόσμου ἐχάρισε
τὸν Ἀπελλῆν καὶ ἀθάνατον
τὸν Ἱπποκράτην. 25
τῆς Ἀσίας γῆς, ἡ Σάμος·
πλέξε δι᾿ αὐτὴν τὸν στέφανον
ὑμνητικὸν καὶ αἰώνιον
λυρικὴ κόρη. 30
τοῦ τέιου Ἀνακρέοντος
χαρμόσυνον κρατῆρα,
κ᾿ ἔστρωνες διὰ τὸν γέροντα
δροσόεντα ρόδα. 35
τὰ δάκτυλα ῾νὰ τρέχουσι
μὲ᾿ τὴν ᾠδὴν συμφώνως,
ὅταν τὰ ἔργα ἱστόρει
θεῶν καὶ ἡρῴων. 40
ἐμψύχωνες ἐκείνου,
δι᾿ οὗ τὰ νέφη ἐσχίσθησαν
καὶ τῶν ἄστρων ἐφάνηκεν
ἡ ἁρμονία. 45
ὅταν ἀλλοῦ τοῦ ἡλίου
καίουν τὰ βουνὰ ἡ ἀκτῖνες,
ἢ τὸν χειμῶνα ἡ νύκτα
κόπτῃ τὰς βρύσεις· 50
φαιδρὸν τὸν οὐρανὸν
ἔχεις, καὶ ἀπὸ τὰ δένδρα σου
πολλὴ πάντοτε κρέμεται
καρποφορία. 55
μέσα εἰς τὸν κυανόχροον
αἰθέρα, μόνος φαίνεται
λάμπων γλυκὺς ὁ ἀστέρας
τῆς Ἀφροδίτης. 60
ἀπ᾿ ἄνθη φορτωμένη
καὶ ἀπὸ δροσιὰν ἀστράπτει,
ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος
τὴν χαιρετάῃ· 65
κτυποῦσα ἡ βάρκα, βλέπει
σὲ εἷς τὰ νησία ἀνάμεσα
λαμπρὰν καὶ ὑψηλοτάτην,
καὶ ἀγαλλιάζει. 70
ὅτε εἰς τὰς κορυφὰς
τοῦ Κερκετέως δενδρόεντος
ἐχόρευον ἡ τέχναι
στεφανωμέναι. 75
νῆσος, ἔρχονται πάλιν·
τὸ προμηνύουσι τ᾿ ἄντρα σου
φλογώδη, ἐξ ὧν μυρίαι
μάχαιραι ἐκβαίνουν. 80
ἐπὶ τὰ ὀλίγα λείψανα
σπαραγμένης ἐλάφου,
ἢ ταύρου ὁποὺ ἐκατάντησε
δεῖπνον λεαίνης, 85
πετάουν εὐθὺς καὶ ἀφίνουσι
τὴν ποθητὴν τροφήν,
ὑπὸ τὰ δένδρα φεύγουσαι
καὶ ὑπὸ τοὺς βράχους· 90
ἀσιατικά, τὰ πλήθη
ἀγαρηνὰ ἀναρίθμητα
βλέπω ῾νὰ ἐπισωρεύονται,
ὅμως ματαίως. 95
«οἱ Σάμιοι», κράζει, «οἱ Σάμιοι»
καὶ ἰδοὺ τὰ πόδια τρέμουσι
μυρίων ἀνδρῶν καὶ ἀλόγων
θορυβουμένων. 100
τῶν ἀπίστων αἱ φάλαγγες. -
Ἄ, τί, ὦ δειλοί, δὲν μένετε
῾νὰ ἰδῆτε, ἂν τὸ σπαθί μας
κοπτερὸν ἦναι; 105
χαρᾶς ἡμέραι, ὦ Σάμος·
τὸ προμηνύουν οἱ θρίαμβοι
πολλοὶ καὶ θαυμαστοί,
ποὺ σὲ δοξάζουν. 110
ὅτε ἡ δουλεία σὲ ἀμαύρονε,
σ᾿ εἶδον· ἄμποτε νἄλθω
῾νὰ φιλήσω τὸ ἐλεύθερον
ἱερόν σου χῶμα. 115
῾νὰ τὴν ῾ξαναποκτήσωμεν
μ᾿ ἵδρωτα καὶ μὲ᾿ αἷμα,
καλὸν εἶναι τὸ καύχημα
τῆς ἀρχαίας δόξης. 120
Εις Σάμον ~ Μαρία Φαραντούρη_ Μίκης Θεοδωράκης
......................................................................................................................................
΄Ωδὴ Τετάρτη. Εἰς Σάμον
στροφὴ πρώτη.
Ὅσοι τὸ χάλκεον χέριβαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία. 5
β´.
Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτεινοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος· 10
γ´.
Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον. 15
δ´.
Μοῦσα τὸ Ἰκάριον πέλαγοςἔχεις γνωστόν. Νὰ ἡ Πάτμος,
νὰ αἱ Κορασσίαι, κ᾿ ἡ Κάλυμνα
ποὺ τρέφει τὰς μελίσσας
μὲ᾿ ἀθέριστα ἄνθη. 20
ε´.
Νὰ τῆς ἀλόης ἡ νῆσος,καὶ ἡ Κῶς εὐτυχεστάτη,
ἥ τις τοῦ κόσμου ἐχάρισε
τὸν Ἀπελλῆν καὶ ἀθάνατον
τὸν Ἱπποκράτην. 25
ς´.
Ἰδοὺ καὶ ὁ μέγας τρόμοςτῆς Ἀσίας γῆς, ἡ Σάμος·
πλέξε δι᾿ αὐτὴν τὸν στέφανον
ὑμνητικὸν καὶ αἰώνιον
λυρικὴ κόρη. 30
ζ´.
Αὐτοῦ, ἐνθυμᾶσαι, ἐγέμιζεςτοῦ τέιου Ἀνακρέοντος
χαρμόσυνον κρατῆρα,
κ᾿ ἔστρωνες διὰ τὸν γέροντα
δροσόεντα ρόδα. 35
η´.
Αὐτοῦ, τοῦ Ὁμήρου ἐδίδασκεςτὰ δάκτυλα ῾νὰ τρέχουσι
μὲ᾿ τὴν ᾠδὴν συμφώνως,
ὅταν τὰ ἔργα ἱστόρει
θεῶν καὶ ἡρῴων. 40
θ´.
Αὐτοῦ, τὰ χρυσὰ ἔπηἐμψύχωνες ἐκείνου,
δι᾿ οὗ τὰ νέφη ἐσχίσθησαν
καὶ τῶν ἄστρων ἐφάνηκεν
ἡ ἁρμονία. 45
ι´.
Ὦ κατοικία Ζεφύρων,ὅταν ἀλλοῦ τοῦ ἡλίου
καίουν τὰ βουνὰ ἡ ἀκτῖνες,
ἢ τὸν χειμῶνα ἡ νύκτα
κόπτῃ τὰς βρύσεις· 50
ια´.
Ἐσὺ ἀνθηρὸν τὸ στῆθος σου,φαιδρὸν τὸν οὐρανὸν
ἔχεις, καὶ ἀπὸ τὰ δένδρα σου
πολλὴ πάντοτε κρέμεται
καρποφορία. 55
ιβ´.
Καθὼς προτοῦ νυκτώσῃ,μέσα εἰς τὸν κυανόχροον
αἰθέρα, μόνος φαίνεται
λάμπων γλυκὺς ὁ ἀστέρας
τῆς Ἀφροδίτης. 60
ιγ´.
Καθὼς μυρτιὰ ὑπερήφανοςἀπ᾿ ἄνθη φορτωμένη
καὶ ἀπὸ δροσιὰν ἀστράπτει,
ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος
τὴν χαιρετάῃ· 65
ιδ´.
Οὕτω τὸ κῦμα Ἰκάριονκτυποῦσα ἡ βάρκα, βλέπει
σὲ εἷς τὰ νησία ἀνάμεσα
λαμπρὰν καὶ ὑψηλοτάτην,
καὶ ἀγαλλιάζει. 70
ιε´.
Τί ἐγίνηκαν ἡ ἡμέραι,ὅτε εἰς τὰς κορυφὰς
τοῦ Κερκετέως δενδρόεντος
ἐχόρευον ἡ τέχναι
στεφανωμέναι. 75
ις´.
Ἔρχονται, ὦ μακαρίανῆσος, ἔρχονται πάλιν·
τὸ προμηνύουσι τ᾿ ἄντρα σου
φλογώδη, ἐξ ὧν μυρίαι
μάχαιραι ἐκβαίνουν. 80
ιζ´.
Ὡς ἡ σφῆκες μαζόνονταιἐπὶ τὰ ὀλίγα λείψανα
σπαραγμένης ἐλάφου,
ἢ ταύρου ὁποὺ ἐκατάντησε
δεῖπνον λεαίνης, 85
ιη´.
Ἀλλ᾿ ἂν βροντήσῃ ἐξαίφνης,πετάουν εὐθὺς καὶ ἀφίνουσι
τὴν ποθητὴν τροφήν,
ὑπὸ τὰ δένδρα φεύγουσαι
καὶ ὑπὸ τοὺς βράχους· 90
ιθ´.
Οὕτως, εἰς τὰ παράλιαἀσιατικά, τὰ πλήθη
ἀγαρηνὰ ἀναρίθμητα
βλέπω ῾νὰ ἐπισωρεύονται,
ὅμως ματαίως. 95
κ´.
Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος«οἱ Σάμιοι», κράζει, «οἱ Σάμιοι»
καὶ ἰδοὺ τὰ πόδια τρέμουσι
μυρίων ἀνδρῶν καὶ ἀλόγων
θορυβουμένων. 100
κα´.
«Οἱ Σάμιοι»· - καὶ ἐσκορπίσθησαντῶν ἀπίστων αἱ φάλαγγες. -
Ἄ, τί, ὦ δειλοί, δὲν μένετε
῾νὰ ἰδῆτε, ἂν τὸ σπαθί μας
κοπτερὸν ἦναι; 105
κβ´.
Ἔρχονται, πάλιν ἔρχονταιχαρᾶς ἡμέραι, ὦ Σάμος·
τὸ προμηνύουν οἱ θρίαμβοι
πολλοὶ καὶ θαυμαστοί,
ποὺ σὲ δοξάζουν. 110
κγ´.
Νῆσος λαμπρὰ εὐδαιμόνει·ὅτε ἡ δουλεία σὲ ἀμαύρονε,
σ᾿ εἶδον· ἄμποτε νἄλθω
῾νὰ φιλήσω τὸ ἐλεύθερον
ἱερόν σου χῶμα. 115
κδ´.
Ἐὰν φιλοτιμούμεθα῾νὰ τὴν ῾ξαναποκτήσωμεν
μ᾿ ἵδρωτα καὶ μὲ᾿ αἷμα,
καλὸν εἶναι τὸ καύχημα
τῆς ἀρχαίας δόξης. 120
Εις Σάμον ~ Μαρία Φαραντούρη_ Μίκης Θεοδωράκης