Αλέξης Τραϊανός
(1944 – 1980)
Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems
(1977)
Μέρος Β’
Βράδια που ήρθα κι έφυγα
Εδώ όταν ήρθα το ποίημα κατέβαινε ολοένα στην κόλασηΑπό ‘να απόγευμα κοίταζα τη ζωή
Με αέρα και νύχτα
Δρόμους κι εμένα
Εδώ είπα όλα τα τριαντάφυλλα καπνίζουν
Μ’ ένα γενετήσιο μαύρο καπνό
Όταν μπαίνω σπίτι κρεμώ τον εαυτό μου στην κρεμάστρα
Κάθε απόγευμα βγάζω λίγο απ’ τον εαυτό μου
Και στον εαυτό μου το ακουμπώ
Μέρες τώρα δίχως να γράψω
Πήρα ‘ένα ξυράφι να κομματιάζω το δέρμα μου
Να λιγοστεύει λίγο λίγο το χρέος μου Καλύτερα να κοιμόμουν
Μα ξύπνησα μαζεύοντας άρρωστο φως
Μαραμένους αγγέλους
Ποιήματα άσκημα σαν την ψυχή μου
Από τις χαραμάδες του κορμιού μου άκουγα τον καιρό
Έστελνες κάτι λέξεις παλιές και ξερές
Ξερές και παλιές Τίποτα δε φυτρώνει
Μια μέρα γίνεται από μπετόν
Ξεκινά ήσυχα απ’ τις μαύρες σάρκες της νύχτας
Μια μέρα όπως για τον Μπετόβεν
Που κοίταζα να σε δω και με κοίταζες και δε φαινόμασταν
Ώσπου η μουσική να σκεπάσει κάθε θόρυβο
Με λέξεις και θρόμβους και κάτι μερικές φορές πολύ τρομερό
Που η γυναίκα με τα φίδια και τα μαύρα μαλλιά της
Τυλίγει και ξετυλίγει σαν το μαύρο κρεβάτι της
Τυλίγει και ξετυλίγει το δέρμα της
Σηκώνεται και με βρίσκει απελπιστικά θανάσιμον
Πέφτουν οι τοίχοι οι κήποι
Οι άρρωστες μέρες απ’ το κεφάλι μου
Μέσα σε βράδια που ήρθα κι έφυγα
Και πέρασα πια πίσω απ την ιστορία της ζωής μου
Με τον κόκκινο άγγελο και τον κόκκινο διάβολο
Το ερωτικό της οξύ χυμένο επάνω μου
Και τον άγριο άνεμο που φύσηξε απ’ το πρόσωπό μου
Τα τελευταία χαρτιά
Για πάντα
Ησυχία και νύχτα
Ησυχία και νύχτα
Ταξιδεύω μέσα στο σπίτι που ταξιδεύει
Είναι κάτι που ανεβαίνει όταν σ’ εγκαταλείπω χαρτί
Κάποιος που γράφει αφού σταμάτησε να γράφει πια
Ως τη νύχτα ως τη ζωή
Ώσπου χειμώνιασε
Τα χρόνια αυτά μαγκώθηκαν πάνω μου σαν ουλή
Ένα ξυράφι σ’ ένα χρατς βαθύ
Σε σας μιλώ απ’ το πηγμένο αίμα της κονσέρβας του σώματος
Γκρίζο και δίχως όνειρο
Πρέπει να ‘χα κάτι το άσκημο μέσα μου
Που επιδεινώθηκε περισσότερο σ’ αυτή τη ζωή
Μ’ όλες τις μέρες της κρεμασμένες σ’ ένα έρημο τέλος
Γιατί το τίποτα έγινε πιο πολύ
Ένα χιονισμένο μάτι πέφτει μες απ’ τον ύπνο μου
Κι αυτός που πιάνει όλο ομίχλη ο εαυτός μου
Αυτός ο εαυτός μου κι ο εαυτός μου
Δεν είναι τίποτα είπα
Σκόνταψα μόνο πάνω στο θάνατό μου
Μες στο δωμάτιο κατρακυλάει κάτι φρικτό
Ως τη νύχτα και τη ζωή
Και την απουσία εμένα από εμένα
Που πέταξα απ’ το παράθυρο
Και κάθομαι σ’ όλα τα μεταχειρισμένα ξημερώματα των ποιητών
Κουρέλι σώμα και μυαλό κουρέλι
Ένα μάτι Ένα της κούκλας πλαστικό
Ένα έγχορδο νεκρό
Σηκώθηκα και κάθησα εδώ
Σηκώθηκα και κάθησα εδώ
Ο σκονισμένος δρόμος του κρανίου μου
Αύριο μια φωτογραφία θα είναι
Κέρινο πόδι ή επουλωμένο δόντι
Τώρα όμως γιατί η πραγματικότητα λύθηκε χίλια κομμάτια
Ένα κλειδί δε θα επαναφέρει στο κάδρο καμιά ζωή
Κι όλο μιλώ για μια ιστορία σκιάς
Σ’ αυτό το άχρηστο βλέμμα από παράθυρα και ορίζοντα
Αυτός είναι ο άχρηστος ορίζοντας
Ένα διάστημα σίδερο και σίγουρο
Παγωμένο μιλώ και πηγαίνω
Να δω το φόβο πίσω απ’ τα μαύρα μαλλιά μου
Στο σκονισμένο δρόμο
Απ’ την ανοιχτή πόρτα στο μαύρο
Που έτρεξε πάλι σ’ ένα φοβισμένο τριγμό
Και χύθηκαν κάτι χειμωνιάτικα χρόνια
Κλεισμένο μαύρο παπούτσι μαύρο παλτό
Χύθηκε η ανατριχίλα
Τι κάνεις
Που πας
Δε βλέπεις ότι τίποτα δε φεύγει
Τα χέρια μου άσπρισαν
Μέρες που ζούνε σιγά και ήσυχα σε τοίχους
Σηκώθηκα και κάθησα εδώ
Τα γόνατά μου στην καρδιά
Και την ψυχή στα δόντια
Κατοικίδιος σκορπιός
Έγινε βράδυ πάλι
Ποίημα του δωματίου
Κατοικίδιος σκορπιός κατεβαίνει απ’ το ταβάνι
Και πρέπει να μείνουν λίγες ώρες μαζί
Αυτός και το βράδυ
Σ’ αυτό το τοπίο μόνο κι επιληπτικό
Απ’ τη λυπημένη σπατάλη μιας σκέψης
Μια Σαχάρα από καθρέφτες
Όπου εγώ και ο θάνατος
Συναντιόμαστε κάθε μέρα σχεδόν
Με τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις
Τις ίδιες νύχτες
Βλέποντας κι απόψε
Αυτό το ζαχαρί ζευγάρι
Με μια σκόρπια διάθεση
Απ’ το καπνισμένο μάτι
Λέξεων μόνον καθώς επιπλέουνε στο ποίημα
Ή με τη σίγουρη σημασία ενός σκορπιού
Να πλέει μέσα σ’ αυτό το κουβαριασμένο
Στο πάτωμα ζευγάρι κάλτσες
Για τι πράγμα Τι τέλος
Γιατί μιλώ όχι από μένα
Δε διατείνομαι τίποτα ούτε και διαθέτω
Ελάχιστα πράγματα βλέπω
Κάθε λίγο και κάτι χαλάει
Οι σωλήνες οι φλέβες ο ύπνος οι λάμπες
Γιατί έχω ένα μάτι γεμάτο καπνούς Άδειο
Αυτό να φωτογραφίσεις
Μα δεν μπόρεσες ούτε καν να στραφείς
Προς τα ‘κει που αυτό καταστρέφεται
Γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω
Ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο
Πεταμένος σε τούτο το γήινο τοπίο του ‘77
Θυμάμαι πότε πότε διάφορα πράγματα
Απορώ με διάφορα πράγματα
Τι κάνουν τα ρούχα της πεθαμένης
Μετά που φεύγει
Τι κάνουν τις λέξεις του ποιητή
Μετά που μένει
Γιατί τέλειωσα σήμερα το προηγούμενο ποίημα
Με μιαν αμνησία γύρω από τις λέξεις
Που γράψαν τις λέξεις μου
Γιατί τέλειωσα
Αυτή ‘ναι η Σαχάρα
Με τους σκορπιούς της επάνω μου
Πάνω στην πλάτη μου
Στην πλάτη της πλάνης
Σ’ όλα τα πλάτη
Η γεωγραφία μ’ άρεζε κάποτε
Όμως τώρα τόσο χαμένες
Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου
Σε μια δίνη
Σημείο μη δυνατής επιστροφής
Αναπνέοντας στεγνά και σκόνηΜε το κάταγμα του καιρού μες στο άκληρο αίμα
Τα φεγγάρι να βγαίνει συλλογισμένος παραλογισμός
Και ματωμένο κουρέλι απ’ το κεφάλι μου
Φτάνοντας ως το διαμέρισμα με τον χρόνο
Και σε μένα που κεντώ με μικρές ραφές μωβ μαρκαδόρου
Πάνω στο παγωμένο λίπος της πόλης
Απ’ το διαμέρισμα με την κόλαση
Και το καλοκαίρι
Που διαμελίζω τον χρόνο
Σκουντώ τα μεσάνυχτα είκοσι χρόνια πιο πριν
Στο πρόσωπο μιας γυναίκας χαμένης
Χιλιάδες χρόνια προτού γεννηθεί
Το κουτί με τη μουσική
Που σε τοποθετώ στη φρίκη του να υπάρχεις
Γύρω απ’ αυτό το σημείο καμιάς δυνατής επιστροφής
Kοιτάζοντας σε πάλι λίγο γυμνή
Με το ψύχος να εισχωρεί μες απ’ τη σβηστή σόμπα
Και ξέφτια της ρόμπας σου
Ως τις ζαρτιέρες και τα μπικουτί
Σε μια προσπάθεια ξανά επαφής
Με την έστω της ζωής
Μα τηλεφωνείς μόνο σ’ αυτό το καλλυντικό σκοτάδι
Kάποιος που σχηματίζει
Τα υπεραστικά ψηφία του Άδη
Ακούγοντας αυτήν την απέραντη ησυχία και σφαγή
Ή εκείνο το ξαφνικό γύρισμα της μουσικής
Μ’ ένα φλάουτο που ρουφούσε το αίμα σου
Και το ‘στελνε μουσικό πάλι μέσα σου
Χτες Είκοσι χρόνια πιο πριν
Που δεν ξέρω
Ίσως να ήσουν ο εαυτός σου
Σήμερα αυτό το άδειο
Με το μυστήριο του κόσμου ολοκάθαρο να σέρνεται πάνω σου
Εξέλιξη νεκρών κυττάρων
Γράφοντας τις σελίδες της στάχτης
Αρχίζω να συνηθίζω αυτήν τη φωτογραφία που με κοιτά
Αρχίζω να συνηθίζω το μοναχό το μαύρο το πράγμα
Το νυχτωμένο που στράβωσε μέσα μου
Μια μέρα βούτηξα τον εαυτό μου μέσα στο αίμα του
Άνοιξ’ η μέρα μαύρη ομπρέλα
Κατέβαινε ως την κόλαση
Ο ανεμιστήρας έπαιζε τα μαλλιά μου
Το πικ απ το κομμένο κεφάλι μου
Έπειτα η φωνή μου ένα σκουριασμένο σύρμα
Τότε πέσανε από πάνω μου κάτι παιδικές πανάρχαιες μέρες
Ο λασπωμένος δρόμος δίχως το τέρμα
Το φάντασμα λεωφορείο
Το μουσείο ακορντεόν
Τότε είδα πως πάντοτε ήτανε νύχτα
Όπως όταν κάποτε ήτανε μέρα
Μ’ ένα κορδόνι
Κλείσαν κι οι φωτογραφίες των πάγων
Λίγο λίγο το αίμα μου μουσκεύοντας τον εγκέφαλο του τρελού
Γράφοντας τις σελίδες της στάχτης
Το χτικιό στον καθρέφτη
Τόσο αίμα κραγιόν τόσο χλωμό
Χρόνια σαν από λίγο πηλό
Έχοντας αλλάξει σ’ ένα ον από μηδέν εμένα
Μια προσπάθεια μόνο
Από λίγη ουσία στο ποίημα και στον κόσμο
Να καρφώσω αυτήν τη στιγμή
Στον αβέβαιο χρόνο κι ένα κάτι απ’ τον εαυτό μου
Σμπρώχνοντας έναν ακόμη άνεμο στην πυρκαγιά
Απ’ το πρόσωπο της νύχτας και το πρόσωπό μου
Θα ρίξω κι άλλα χαρτιά
Κι ό,τι βρω που πιάνει φωτιά
Κι αυτό εδώ που δεν πιάνει φωτιά
Που είναι από στάχτη
Θα προσπαθήσω ακόμη μια φορά
Μεσάνυχτα άγρια μ’ αυτό το μελάνι
Αυτό το μαύρο καπέλο του νεκροθάφτη
Δίχως όμως κεφάλι
Γιατί τίποτα δεν κάηκε
Όλα συνεχίζουν από πολύ παλιά
Με μια τάξη και στάχτη
Χιλιάδες ψεύτικα κοσμήματα στον ουρανό
Όπως και στη γη φυσικά που δεν προχωρά και πολύ
Από τοπία και τίποτα και τι θα πω
Για ένα ποτήρι δίχως καθόλου ποτό
Γυάλινο σαν το άυλο που γλίστρησε
Προκλασική γαλλική έξω απ’ την κάμαρα
Προς τη θάλασσα
Και γύρισε πάλι εδώ
Δίχως διάθεση καμιάς ματαιότητας και φυγής
Από τοπία και τίποτα και τι θα πω
Αυτός ο κύριος λοιπόν ο θάνατος
Εξήμιση το πρωί
Μ’ ένα μαύρο καπέλο δίχως όμως κεφάλι
Από χιλιάδες έτη φωτός μακριά
Σέρνοντας τη φωνή μου και φεύγοντας
Πίσω από μια μάσκα που ξέφτισε
Όπως ξέφτισε η ζωή
Μ’ ένα βραχνό ραδιόφωνο
Εξήμιση το πρωί
Κι έναν σπήκερ μετέωρο στο μετεωρολογικό δελτίο του άδειου
Μιας μέρας θαυμάσιας και νεκρής
Μιας λέξης στο χαρτί τόσο ψυχρής
Σαν από κάπου αλλού ν’ ακούγεται και ο χρόνος
Σε μια παράλογη κατάσταση αυτού και εμένα
Μ’ ‘ένα μάτι χτικιό μες στα έπιπλα ξένο
Μια στάση πριν απ’ την κόλαση
Από τοπία και τίποτα σ’ ένα φεγγάρι από πολτό
Γύρος θανάτου
Τώρα που σου γράφω το νερό τελειώνει, το φως τελειώνει
Στον Αναστάση Βιστωνίτη που το έγραψε
Τι είχες πριν έρθεις εδώ
Βλέποντας κάθε μέρα
Τον ίδιο γέρο να σκουπίζει τα χρόνια του
Και να τα πετάει απ’ το μπαλκόνι
Ώρες που η μέρα προσπαθεί να γίνει μέρα
Σ’ αυτό το πρωί που μαζεύεται γκρίζο γκρίζο
Γύρω απ’ το σκοτωμένο σώμα του Μάρτη
Έπειτα έρχεται η θάλασσα
Μάτια μαζούτ
Το λεξικό δίχως λέξεις πια
Δεν μπορείς να μεταφράσεις το εαυτό σου
Ούτε σ’ αυτό το τίποτα σταχτοδοχείο
Που είχες
Πιο γεμάτο απ’ τις στάχτες του χτες
Κι άλλα πράγματα που αρχίζουν να σε κοιτάζουν
Απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
Ουρανός
Πιο κόκκινος απ’ ό,τι τον ονειρεύτηκε ο Σταέλ
Απόκρημνος
Γρατσουνισμένος από γκρεμισμένα νύχια
Και κάτι σα λέξη που δίστασε
Γλίστρησε απ’ το ποίημα και χάθηκε
Όπως εσύ
Που «αν πηδήξεις απ’ το φλεγόμενο κεφάλι σου θα σκοτωθείς»
Γράφεις τώρα μ’ ένα πρόσωπο πεπρωμένο
Τυλιγμένο σ’ ένα μαύρο πανί
Και μιλάς για το μαύρο ποντάροντας μαύρο
Πάνω σ’ ένα σώμα χαρτί
Είδωλο απ’ το βραχυκύκλωμα της ψυχής
Στο άσπρο μιας οροφής
Όπου στροβιλίζεται ο εαυτός σου
Στεφανωμένος με φως
Σε μια αποστροφή της γραφής προς το τίποτα
Επιστρέφοντας κι επιστρέφοντας
Γυρνώντας τους θεατές μέσα σ’ ένα γύρο θανάτου
Νύχτα νοσοκομείου
Κάποτε λοιπόν υπήρχε ο κόσμος
Και ο φόβος δεν φυσούσε σαν άνεμος
σ’ έναν έρημο χρόνο χωρίς αντικείμενα
για να υποστούν τη φθορά
και χωρίς πρόσωπα τα ρολόγια-
Στη Νανά Ησαΐα που το έγραψε
Έπειτα η προβολή του εαυτού σου διακομμένη απότομα
Όπως τίποτα ήρθε
Σ’ αδειάζει στο σύμπαν
Όμως ίσως να συνεχίζεται μπροστά σ’ έν’ άλλο κοινό
Σ’ έν’ άλλο παραλλαγμένο κενό
Κάτω από μιαν άλλη ομπρέλα για τη θάλασσα
Και το σκισμένο au revoir του έρωτα
Ανάμεσα στις μισάνοιχτες γρίλιες της τρέλας
Ίσως αυτό που έψαχνε εκείνος
Μεσάνυχτα
Μ’ ένα φακό μες στα χόρτα να ‘σουν εσύ
Που δεν πήγες προς τα εκεί
Να σε βρει
Δεν εμφανίστηκες ποτέ στο φιλμ
Συσκεύασες μόνο το μηδέν σ’ ένα πεδίο βολής
Αυτών που θα γίνουν νεκροί
Πυροβολώντας με συχνά διάκενα σιωπής
Σε μια συνέχεια ήσυχη και μεταφυσική
Νύχτα που πέθαναν όλοι στο νοσοκομείο της ποίησης
Και μόνος ο άνθρωπος κόλαση απέναντι σε τόσα μάτια κλειστά
Ή σ’ εκείνα του Μοντιλιάνι
Γεμάτα χίμαιρα και νοσταλγία θαλασσινή
Μαριάνθη
Σ’ ένα ποίημα όπου τίποτα δεν μπορεί να κάνει κανείς
Φαντάζεσαι μόνο
Ή κάθεσαι στο κρεβάτι της πεθαμένης
Προσπαθείς να μαζέψεις το αίμα σου
Στο ένα φτερό του αγγέλου σου
Μόλις και λίγο
Το χέρι μου πέφτει στο πάτωμα
Παίρνει απ’ την ανάμνηση το σκουριασμένο ψαλίδι της πεθαμένης
Βυθίζεται ήσυχα στα μυαλά μου
Όπως αύριο και η θάλασσα σαύρα
Σ’ ένα ημερολόγιο δίχως ώρες και μνήμες
Ζέστη κλειστά παράθυρα
Μια ετοιμόρροπη βροχή
Μάζεψαν οι μέρες Καλά που πήρα τσιγάρα
Ένας καπνός απ’ άλλες μέρες στα χέρια μου
Από ‘κείνο το φως που έσβησε πρόπερσι με κάνεις να κρυώνω
Η νύχτα ένας απόκρημνος φόβος
Ώσπου το σπίτι θηλειά δέθηκε στο λαιμό μου
Το δωμάτιο κλείστηκε μες στο περιεχόμενο του
Έτρεχε κάτι το κόκκινο και πολύ πηχτό
Απ’ τη σεξουαλική τραγωδία των ονείρων
Όμως το σώμα με τις πεσμένες σάρκες του ησύχασε τώρα
Σ’ αυτό το άηχο και πολύ παρελθόν
Αύριο κι αύριο κι αύριο
Να ‘χετε μαζί την ταυτότητά σας
Ένα βλέμμα σκουπίδια Ποντίκια του ‘50
Και μια κρύα καρδιά
Μπάζει από παντού σ’ αυτό το σαράβαλο ποίημα
Αύριο θα χιονίσει
Είχε τόσα χρόνια
Το χιόνι τα μάτια να βρεθούν κάποτε
Ακούω το χάλκινο χιόνι
Χιονίζει πολύ απ’ τις κλειστές χαραμάδες του γέλιου σου
Έναν κόσμο αποφλοιωμένον από κάθε μυαλό
Παρανοϊκή επέρχεται η μνήμη δίχως κανένα ζωικό παρελθόν
Από πράγματα που απουσίασαν στη σιωπή
Σκέφτομαι τη ζωή προτού σχηματιστεί σε ζωή
Από ξανά απουσία ζωής αποσυρμένης απ’ τη ζωή
Μιας νύχτας πολύ απόντων πραγμάτων
Ή μιας αινιγματικής βροχής απ’ το κενό
Ένα τόσο σαθρό
Όμως ο χρόνος βαθύς και απών
Ζαλισμένος σε γαλάζια σύννεφα
Από καπνό
Δε θυμάται ποτέ ξανασυνέβη πάλι αυτό
Αυτό το πούσι από καπνό και σαν τάφος
Χωρίς κανένα ύφος γκρι στους κροτάφους
Σ’ ένα παράθυρο που κάθομαι χωρίς να μιλώ
Γιατί έζησα χρόνια μέσα σε γκρι παράθυρα και στο μαύρο
Γιατί έζησα χρόνια καπνίζοντας μες στο μαύρο
Με την κάθε μου σκέψη διαλυμένη προτού σχηματιστεί σε σκέψη
Από κανέναν κοντά κι ένα στόμα γεμάτο σκουριά
Ώρα της νύχτας κακιά
Μόνο τα έρημα μάτια Αυτά έχω στα χέρια μου
Μα ήδη αυτό που συνέβη είναι πάρα πολύ
Δεν έχει καμιά σχέση με τη ζωή
Δε θυμάται τίποτα απ’ αυτή
Ίσως να μη συνέβη ποτέ
Ούτε στη μνήμη
Ταραγμένος αναπνέει ο χρόνος
Και τώρα δε συνηθίζω ούτε να σε ξεσκονίζω ζωή
Γυρνώ πότε πότε το μάτι μου μέσα σου
Ό,τι με κουράζει τώρα είναι από πολύ παλιά
Μια αμνησία πολύ απόντων πραγμάτων
Ο χρόνος σε μικρά θραύσματα από πύον και παρελθόν
Με μερικά απαίσια θαύματα
Επανερχόμενος και άσπρος
Ο χώρος σαν χρόνος
Και άσπρος που
Ακούω το χιόνι
Τη ζωή προτού συμβεί
Και σχηματιστεί σε ζωή
Απαγορευμένη ζώνη
Το απορροφημένο στο χαρτί
Βιτριόλι της ποίησης
Με τον ίλιγγο μια ρωγμή στο μυαλό
Τότε απογειώνεσαι απ’ τον εαυτό σου
Κοιτάς ή χαζεύεις
Τον πλυμένο εγκέφαλο ημερών
Από έρεβος συν εσύ
Και το θαλασσί απόγευμα στο τραπέζι
Που ετοιμάζονται να το φάνε κι αυτό
Καθώς όλα γίνανε ζήτημα τάφου
Έγχρωμο ρημάδι ο κόσμος
Μα δεν αλλάζω φρίκη
Δεν αλλάζω Καρούζο
Πάλλοντας με τον ίδιο κόκκινο σφυγμό
Που αν τον ακουμπήσετε
Θα ‘ναι μόνο μια νάρκη
Παίζοντας με μια φράση που αργεί να τελειώσει
Παίζοντας με μια φράση που αργεί να τελειώσει
Διάθεση
Όμως χωρίς αντανάκλαση
Βράζοντας μόνο με το βρώμικο χρόνο του σώματος
Με τη σκόνη όλο και πιο βαθιά μες στα νύχια
Το πρόσωπο ξεφλουδισμένο στις άκρες
Όχι όπως απ’ την τρύπα αυτού του καλοκαιριού
Ο Βιβάλντι που κοιτά και τραγουδά το χειμώνα
Αλλά μ’ αυτό το σκοτεινό φραστικό μάθημα μες στην τάξη
Το σκισμένο χάρτη
Τον καθηγητή της αράχνης
Το κρέας μακριά απ’ τα κόκαλα και τα δόντια
Το δωμάτιο να γέρνει στο άπειρο
Το μάτι ολοένα να τρίβεται πάνω στο μαύρο
Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης
δεν έχει τελειώσει ακόμη
Σήμερα μου μίλησες για το πρόσωπό μουΑπλά ότι πάχυνε
Δεν το κατάλαβα ούτε κι εγώ
Γιατί δε θα βλέπω σε λίγο
Άσκημο νάρκωμα κι ένα βασανιστικό ταξίδι
Μ’ έσμπρωξαν πάλι εδώ
Έτσι τότε που πήρανε τον καθρέφτη
Κι έμεινε το πρόσωπό μου
Πίσω μέσα στον τοίχο
Τα χέρια μου κατεβαίνοντας
Γράφοντας ποιήματα
Ανοίγοντας την πόρτα και τον καφέ
Το κορίτσι τον Μρούκνερ
Το πέμπτο του πάτωμα
Κι η ζωή μας παίχτηκε κομμένη ταινία στο σινεμά
Κάηκε η ασφάλεια του εαυτού μου
Ανίσχυρη την τόση μου τάση να σηκώσει
Με χάρτινη κούκλα θα σπάσει τους σπάγγους της
Αμφιβάλλω αν περπατήσει
Αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να συρθεί
Ως τα ψίχουλα
Μην περπατάς Το πάτωμα τρίζει Η γη τρίζει
Είν’ επικίνδυνα εδώ στο πέμπτο το πάτωμα αν θα πέσεις
Είν’ επικίνδυνα σ’ αυτό το ερημονήσι του ύψους
Ο ουρανός τρίζει Το τηλέφωνο κουλουριάζεται Μια μαύρη γάτα
Κοιμάται ήσυχα Δεν ξυπνάει ποτέ του
Παρά μόνον όταν θέλω ν’ ακούω την ώρα και τον καιρό
Τα έργα της εβδομάδας τ’ άλογα τα λαχεία και το ΠΡΟ- ΠΟ
Κάποιοι φέρνουν κάτι μέσα
Δεν καταλαβαίνω καλά
Δυναμίτη ή βόμβες
Θα υπονομεύσουν την πολυκατοικία
Τον πλανήτη την πόλη
Το τηλέφωνο κουλουριάζεται πάλι
Το σκεπάζω με μια κουβέρτα
Σκεπάζω τα βιβλία τα τζάμια τα μάτια μου
Βυθίζω τα δάχτυλα στο πρόσωπό μου
Κι ανακαλύπτω τη λάσπη
Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης
Δεν έχει τελειώσει ακόμη
...................................................................................................................................................................
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: Μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πηγαίνοντας την, γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία, ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική. ......Κ. Καβάφης