Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Ν.ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Νίκος Καροῦζος (1926-1990): ποιητὴς ἀπὸ τὸ Ναύπλιο.
Σπούδασε νομικὰ καὶ πολιτικὲς ἐπιστῆμες στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.
Ἔζησε ἐπὶ σαράντα χρόνια στὴν Ἀθήνα, ἀλλάζοντας δεκάδες σπίτια καὶ συνοικίες.

                                                   
Παιδιόθεν ασχολείται με το διάβασμα ποίησης και τη συγγραφή.Το 1944-1945 πραγματοποιεί την πρώτη δημοσίευση ποιήματός του στο περιοδικό της Ε.Π.Ο.Ν. Νέα Γενιά. Το 1949 δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα με τίτλο Σίμων ο Κυρηναίος στο περιοδικό Ο αιώνας μας, ενώ το 1953 την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού. Η ποίηση του Καρούζου έχει χαρακτηρισθεί ως ΄΄φιλοσοφική, θρησκευτική, μυστική, μα δεν είναι τόσο η μεταφυσική διάσταση που τη διακρίνει, αλλά «μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν».

                                                      ι---------------------------------------ι

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ- ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ 
 
Νίκος Καρούζος - ποίηση
 
                                                      ι---------------------------------------ι

 Ρομαντικὸς ἐπίλογος

Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος

                                                   ι---------------------------------------ι

                        ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ - 9 Ποιήματα (διαβάζει ο ποιητής) (Άνοιξη 1983)
 
                            Ο Νίκος Καρούζος διαβάζει ποιήματά του [Ηχογραφήθηκε το 1990]
 
 ι---------------------------------------ι 
 
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ, ΑΠΟ ΤΑ 30 ΣΥΝΟΛΙΚΑ,ΠΟΥ ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΟ ΔΙΣΚΟ ΒΙΝΥΛΙΟΥ "ΟΜΟΡΦΑΙΝΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ".ΗΧΟΓΡΑΦΗΘΗΚΕ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1989 .ΗΤΑΝ ΗΔΗ ΑΡΡΩΣΤΟΣ.ΕΦΥΓΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΙΣ 28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1990.ΠΡΙΝ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ,ΑΝΑΒΕΙ ΤΣΙΓΑΡΟ,ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΑ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ (ΣΤΟ 1.10) ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ.

 
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΚΟΥΛΗΚΙΟΥ---Από τη συλλογή " Ποιήματα" (1961).
 ΕΙΝΑΙ ΤΟ 2ο ΠΟΙΗΜΑ, ΑΠΟ ΤΑ 30 ΣΥΝΟΛΙΚΑ,ΠΟΥ ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΟ ΔΙΣΚΟ ΒΙΝΥΛΙΟΥ "ΟΜΟΡΦΑΙΝΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ".ΗΧΟΓΡΑΦΗΘΗΚΕ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1989 
 
 
                                                      ι---------------------------------------ι 

 Ἡ συντομία τοῦ ὀνείρου


Τρέχει μέσ᾿ στὰ χαράματα τὸ ἐλάφι
ποὺ εἶναι ἡ χαρά μου τόσος ἀντίλαλος
ἐδῶ ποὺ κατοικῶ
ἕνα πουλὶ ἀπὸ καπνὸ ἀνέρχεται στὸ ξημέρωμα.
Ἰδοὺ ὁ Τρέχων
ἔχει σφάξει τὸ ἀρνὶ στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων.
Θριαμβικὴ νεφέλη ὄχημα παλαιὸ ἰδοὺ ὁ Τρέχων
καὶ τὸ σύρουν
ἄλογα τρυπημένα στὰ λάμποντα πλευρά.
Μέσα στὸ ὄχημα βρίσκομαι καὶ πηγαίνω
πρὸς τὸν ἄγνωστο προορισμό μου.
 

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ-«Ἐπὶ Ἀσπαλάθων...»





Ἐπὶ Ἀσπαλάθων...

Εἶναι τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Σεφέρη καὶ δημοσιεύτηκε στὸ Βῆμα (23. 9. 71) τρεῖς μέρες μετὰ τὸ θάνατό του στὴν περίοδο τῆς δικτατορίας. Τὸ ποίημα βασίζεται σὲ μία περικοπῆ τοῦ Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ἑ.) ποὺ ἀναφέρεται στὴ μεταθανάτια τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρδιαίου. Ὁ Ἀρδιαῖος, τύραννος σὲ μία πόλη, εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερό του ἀδερφό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων τυράννων, στὸν ἄλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Ὅταν ἐξέτισαν τὴν καθιερωμένη ποινὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν στοὺς ἀδίκους καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ βγοῦν στὸ φῶς, τὸ στόμιο δὲν τοὺς δεχόταν ἀλλὰ ἔβγαζε ἕνα μουγκρητό. «Τὴν ἴδια ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616).

Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.
Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες
τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι
δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια
καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.
Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν
ἀκόμη...
Γαλήνη
-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;
Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ
τ᾿ αὐλάκια.
Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.
Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:
«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν
τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν
ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους
καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».
Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του
Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος

31 τοῦ Μάρτη 1971

Ὁ Στρατὴς ὁ θαλλασινὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀγάπανθους

Δὲν ἔχει ἀσφοδίλια, μενεξέδες, μήτε ὑάκινθους-
πῶς νὰ μιλήσεις μὲ τοὺς πεθαμένους.
Οἱ πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τὴ γλώσσα τῶν λουλουδιῶν-
γι᾿ αὐτὸ σωπαίνουν
ταξιδεύουν καὶ σωπαίνουν, ὑπομένουν καὶ σωπαίνουν
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων.
Ἂν ἀρχίσω νὰ τραγουδῶ θὰ φωνάξω
κι ἂ φωνάξω-
Οἱ ἀγάπανθοι προστάζουν σιωπὴ
σηκώνοντας ἕνα χεράκι μαβιοῦ μωροῦ τῆς Ἀραβίας
ἢ ἀκόμη τὰ πατήματα μιᾶς χήνας στὸν ἀέρα.
Εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο, δέ μου φτάνουν οἱ ζωντανοὶ-
πρῶτα γιατὶ δὲ μιλοῦν, κι ὕστερα
γιατὶ πρέπει νὰ ρωτήσω τοὺς νεκροὺς
γιὰ νὰ μπορέσω νὰ προχωρήσω παρακάτω.
Ἀλλιῶς δὲ γίνεται, μόλις μὲ πάρει ὁ ὕπνος
οἱ σύντροφοι κόβουνε τοὺς ἀσημένιους σπάγκους
καὶ τὸ φλασκὶ τῶν ἀνέμων ἀδειάζει.
Τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει, τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει-
ξυπνῶ
σὰν τὸ χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στὰ χάσματα τῆς ἀστραπῆς,
κι ὁ ἀγέρας κι ὁ κατακλυσμὸς καὶ τ᾿ ἀνθρώπινα σώματα,
κι οἱ ἀγάπανθοι καρφωμένοι σὰν τὶς σαΐτες τῆς  μοίρας
στὴν ἀξεδίψαστη γῆς
συγκλονισμένοι ἀπὸ σπασμωδικὰ νοήματα,
Θἄ῾λεγες εἶναι φορτωμένοι σ᾿ ἕνα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σὲ χαλασμένους δρόμους, σὲ παλιὰ καλντερίμια,
οἱ ἀγάπανθοι τ᾿ ἀσφοδίλια τῶν νέγρων:
Πῶς νὰ τὴ μάθω ἐτούτη τὴ Θρησκεία;
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη
ἔπειτα ἔρχεται τὸ αἷμα
κι ἡ δίψα γιὰ τὸ αἷμα
ποὺ τὴν κεντρίζει
τὸ σπέρμα τοῦ κορμιοῦ καθὼς τ᾿ ἁλάτι.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι τὸ μακρινὸ ταξίδι-
ἐκεῖνο τὸ σπίτι περιμένει
μ᾿ ἕνα γαλάζιο καπνὸ
μ᾿ ἕνα σκυλὶ γερασμένο
περιμένοντας γιὰ νὰ ξεψυχήσει τὸ γυρισμό.
Μὰ πρέπει νὰ μ᾿ ἀρμηνέψουν οἱ πεθαμένοι-
εἶναι οἱ ἀγάπανθοι ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀμίλητους,
ὅπως τὰ βάθη τῆς  Θάλασσας ἢ τὸ νερὸ μὲς στὸ ποτήρι.
Κι οἱ σύντροφοι μένουν στὰ παλάτια τῆς  Κίρκης-
ἀκριβέ μου Ἐλπήνωρ! Ἠλίθιε, φτωχέ μου Ἐλπήνωρ!
Ἤ, δὲν τοὺς βλέπεις;
-«Βοηθῆστε μας!»-
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη.

Τράνσβααλ, 14 Γενάρη ῾42


Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ.

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.
Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.
Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.


 
Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936



                                         Ο Γιώργος Σεφέρης διαβάζει : Τελευταίος Σταθμός


                                                          Επιφάνια, Γιώργος Σεφέρης 1937                                      

 


Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Τ.Σ.ΕΛΙΟΤ-«Έρημη Χώρα»

ΕΛΙΟΤ ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝΣ

 
 
ΕΛΙΟΤ ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝΣ ΕΛΙΟΤ ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝΣ Από τις σημαντικότερες μορφές της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και εκδότης ο Έλιοτ έχει βραβευθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1948. Γεννήθηκε το 1888 στο Μισσούρι των ΗΠΑ από ευκατάστατη οικογένεια. Σπούδασε λογοτεχνία και φιλοσοφία στο Χάρβαρντ και συνέχισε τις σπουδές του στη Σορβόνη και την Οξφόρδη. Το 1915 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία. Αρχικά εργάστηκε ως δάσκαλος και τραπεζικός υπάλληλος δημοσιεύοντας παράλληλα τα πρώτα ποιήματα του σε αγγλικά και αμερικάνικα περιοδικά. Το 1922 αναλαμβάνει την έκδοση του περιοδικού THE CRITERION το οποίο διηύθυνε γιά 19 χρόνια. Στο συγκεκριμένο περιοδικό δημοσίευσε και το έργο του Έρημη χώρα. Το έργο, όμως, του Έλιοτ που θεωρείται πραγματικό αριστούργημα είναι τα τέσσερα κουαρτέτα. Ο Έλιοτ ασχολήθηκε και με το θέατρο,(φονικό στην εκκλησία, κοκτέιλ πάρτι, ο έμπιστος υπάλληλος). Στο χώρο των δοκίμιων σημαντικά έργα του Έλιοτ είναι το ιερό δάσος, η χρήση της ποίησης και η χρήση της κριτικής, συλλογή δοκιμίων κ.α. Να σημειωθεί ότι, ο Έλιοτ με την εκδοτική του ιδιότητα συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της αγγλικής ποίησης, τόσο με την κριτική που ασκούσε όσο και με την προώθηση νέων λογοτεχνών. Το 1927 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα και ασπάστηκε το Αγγλικανικό δόγμα.
                                                               ------------------------------------------------



Έρημη χώρα, Ποίηση, Τ.Σ. Έλιοτ, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, Εκδόσεις Ίκαρος, 1936 (1η έκδοση)
Image
“Είπανε εναντίον του πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή, στέρφα και άνυδρη Έρημη Χώρα, μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αυτό θα ήταν αλήθεια αν ο Έλιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών”. Η ποιητική σωτηρία που μας προσφέρει ο Eliot συντροφεύεται από την πένα του Γιώργου Σεφέρη. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής (στον οποίο ανήκει ο πρόλογος) γνώρισε, θαύμασε, μελέτησε τον Thomas Sterns Eliot και μετέφρασε την Έρημη Χώρα. Η πρώτη έκδοση του έργου έγινε τον Ιούλιο του 1936 από τον οίκο ΙΚΑΡΟΣ , με τον Σεφέρη να επιμελείται την μετάφραση, την εισαγωγή και τα σχόλια.

Μέσα στον όνομα του Eliot καθρεφτίζεται η ποιητική λεπτομέρεια, η καθαρότητα, ο ρεαλισμός των εικόνων που φωτίζουν την ψυχική απομόνωση και η ακουστική φαντασία. Στα χρόνια που ήταν ακόμα φοιτητής, ο ποιητής βιώνει την πρώτη του επαφή με την γαλλική λογοτεχνία και το κίνημα του συμβολισμού, στοιχεία που τον ακολουθούν αιωνίως σαν μια σκιά που περπατάει  δίπλα του. Η πιο γόνιμη επίδραση όμως, στην ποίηση του Eliot είναι το έργο του Lafogrue.

Η αρχή του δρόμου που οδηγεί τον καθένα μας στην Έρημη (του) Χώρα χάνεται πίσω στο 1922, όταν ο Eliot εκδίδει το περιοδικό Criterion με συνεργάτες του τον Pirandello, την Virginia Woolf και τον Valery. Γράφει πολυάριθμες κριτικές, θεωρητικά κείμενα και τυπώνει στις σελίδες του περιοδικού του την   Έρημη Χώρα. Ο ίδιος ο Eliot θα εξομολογηθεί στον Σεφέρη πως δημιούργησε την “τραγωδία” του : “Είχα αρρωστήσει και οι γιατροί μου είχαν συστήσει ανάπαυση. Πήγα στο Margate, Νοέμβριο μήνα. Εκεί έγραψα το πρώτο μέρος. Έπειτα πήγα με άδεια στην Ελβετία, όπου τελείωσα το ποίημα. Ήταν διπλάσιο. Το έστειλα στον Pound˙ έβγαλε τα μισά”.

Η Έρημη Χώρα ταλαντεύεται μεταξύ σάτιρας και προφητείας. Είναι ελεγειακή δημιουργία που συναντά στους στίχους της ποικίλους πολιτισμούς και λογοτεχνίες του κόσμου. Η ποίηση της Έρημης Χώρας δεν είναι σκοτεινή, είναι φωτισμένη από συναισθηματική αλληλουχία, λεπτομερειακή καθαρότητα, αμεσότητα. Το έργο βασίζεται σε δυο αλληλένδετα μυθολογικά κομμάτια, το μύθο του Νεκρού Θεού που αποτελούσε το σύμβολο του κύκλου της ζωής (γέννηση, θάνατος, ανάσταση) καθώς και το μύθο του αγίου δισκοπότηρου (Graal).

Η εικόνα της Έρημης Χώρας προσδιορίζεται ταυτόχρονα με την ανάγνωση του ονόματος της. Είναι μια γη άγονη, στεγνή, χωρίς άνθηση  και νερό. Οι κάτοικοι της έχουν προσαρμοστεί στην κατάσταση της γης τους, δεν γεννούν, δεν αναπτύσσονται, το ίδιο συμβαίνει και στα ζώα τους. Τα πρόσωπα της Έρημης Χώρας αποτελούνται από τον Φοίνικα Θαλλασινό, τη Μπελλαντόνα, τον άνθρωπο με τα τρία μπαστούνια, τον μονόφθαλμο έμπορο, τον Κρεμασμένο και το πλήθος. Η παρουσία των αντρικών φιγούρων της Έρημης Χώρας αντικατοπτρίζοντας το πρόσωπο του Νεκρού Θεού, είναι ακαθόριστες σκιές που συμβολίζουν τον άγονο θάνατο. Ενώ οι γυναίκες του έργου αντιπροσωπεύουν την άγονη συνουσία. Το σημαντικότερο πρόσωπο του έργου είναι ο Τειρεσίας, ο οποίος περνώντας και από την γυναικεία και από την ανδρική ηδονή , αντιλαμβάνεται και υποφέρει από την πραγματικότητα  της ΄Ερημης Χώρας,  συμβολίζοντας την συνείδηση της.

Η ποίηση του Eliot είναι καθαρά δραματική, απαλλαγμένη από λυρισμούς αλλά με κρυμμένα πικρά συναισθήματα. Η ενσάρκωση της Έρημης Χώρας είναι ο τόπος που ο καθένας από εμάς πατάει πάνω του και τον αφήνει πίσω του με περίσσια ευκολία πιο στεγνό, άγονο και άδειο από όσο τον βρήκε…

“Ποιός είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στο πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και εσύ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι
σου
Γλιστρώντας  τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
-  Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου; “

 (απόσπασμα από το κομμάτι
«Τι είπε ο Κεραυνός»
του έργου « Η Έρημη Χώρα»)
                                                               ------------------------------------------------       


       Και ένα μελοποιημένο ποίημα...

Το συγκρότημα «Τρύπες» μελοποιούν για την ταινία «Η Εποχή των Δολοφόνων» του Νίκου Γραμματικού το ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ «Marina». Το τραγούδι έχει τίτλο «Σημαίνοντας Θάνατο» και κυκλοφόρησε σε 45αρι, μαζί με ακόμα τρία τραγούδια από την ταινία. Επίσης εμπεριέχεται και στον δίσκο «Υπέροχο Τίποτα» (Γιάννης Αγγελάκας/ Γιώργος Καρράς).