Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Διονύσιος Σολωμός

Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)

 

Θυρεός οικογένειας Σολωμού


                                                  Η χρυσή σφραγίδα του ποιητή με το μονόγραμμα στο κέντρο είχε γραμμένη περιμετρικά τη φράση "VERUM AMO VERUM VOLO " (=Την αλήθεια αγαπώ την αλήθεια θέλω)                                                                           

 

ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, εθνικός ποιητής της Ελλάδας, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των γραμμάτων μας. Γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα στα Επτάνησα, ζει όλη του τη ζωή εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, ως Γάλλος, Επτανήσιος και Άγγλος πολίτης, έχοντας ως γλώσσα της παιδείας του, της σκέψης του, της προφορικής και γραπτής επικοινωνίας του την ιταλική. Σε αυτήν μάλιστα θα ξεκινήσει την ποιητική του διαδρομή. Ωστόσο, για την υψηλή ποιητική του έκφραση θα επιλέξει την ελληνική, την οποία, μολονότι θα χρειαστεί να τη σπουδάσει σαν να ήταν δεύτερη γλώσσα, θα κατορθώσει να την καλλιεργήσει σε τέτοιο βαθμό και να δημιουργήσει ποίηση τόσο σημαντική που το έργο του θα αποτελέσει την αρχή και τη βάση της νεότερης λογοτεχνίας μας. Επιχειρώντας να κατανοήσει το παράδοξο αυτό, ο Σεφέρης υποδεικνύει ως μια βασική έννοια-κλειδί την απόσταση.
«Ο γενάρχης της λογοτεχνίας αυτής δεν ήξερε ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του. […] Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και το σίγουρο μάτι που τα κοίταξε.» (Σεφέρης [1937] 1984: 71, 74)
Πράγματι, η απόσταση από την οποία ο Σολωμός συμμετείχε στα πράγματα φαίνεται πως εντέλει λειτούργησε ως μια θετική προϋπόθεση του ιδιαίτερου επιτεύγματός του. Πρόκειται για απόσταση γλωσσική και συγχρόνως πολιτισμική, αισθητική, ιδεολογική αλλά πριν από όλα γεωπολιτική.

ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Τα Επτάνησα από όπου προέρχεται ο Σολωμός βρίσκονται, όπως είναι γνωστό, στην ανατολική άκρη της Ελλάδας, ανάμεσα σε αυτή και την Ιταλία, και έχουν σημαντικά διαφορετική ιστορική διαδρομή από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Αποκομμένα από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ήδη κατά τον 12ο αιώνα, δεν θα γνωρίσουν σχεδόν ποτέ την οθωμανική κατάκτηση αλλά θα υποταχθούν σε διάφορες δυτικές κυριαρχίες. Διαρκέστερες θα αποδειχθούν αυτές της Βενετίας (14ος-1797) και της Αγγλίας (1815-1864), η οποία θα λήξει με τη Ένωση των νησιών με την Ελλάδα. Στο ενδιάμεσο, οι Επτανήσιοι θα γνωρίσουν σημαντικές στιγμές πολιτικής ανάτασης: το 1797 ο στρατός του Ναπολέοντα θα καταλύσει την βενετική κυριαρχία και θα κηρύξει τη δημοκρατία ενώ το 1800 θα ιδρυθεί η Επτάνησος Πολιτεία (-1807), το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, με δικό του Σύνταγμα, διοίκηση, εκπαίδευση και εφημερίδες.
Εξαιτίας της γεωπολιτικής ιδιαιτερότητας των Επτανήσων, διαμορφώνονται εκεί κοινωνικές και πολιτισμικές δομές πολύ διαφορετικές από αυτές του ελλαδικού κέντρου, ενώ καθοριστικός στη διαμόρφωση της επτανησιακής διαφορετικότητας αποδεικνύεται ο ρόλος των Βενετών, των μακροβιότερων κυρίαρχων. Μια σειρά από θεσμοί που εκείνοι είχαν εδραιώσει, όπως το ενετικό δίκαιο, τα προνόμια διαφόρων ομάδων και οι κοινωνικές τάξεις, θα επιβιώσουν και μετά το τέλος της κυριαρχίας τους, επί Αγγλοκρατίας. Θα επιβιώσει επίσης και η ιταλική γλώσσα, η οποία θα αναγνωριστεί από τους Άγγλους ως η επίσημη γλώσσα της διοίκησης, των δικαστηρίων και της παιδείας στα Επτάνησα και θα χρησιμοποιηθεί σταθερά στις εφημερίδες μαζί με την αγγλική και την ελληνική. Άλλωστε, τουλάχιστον ως την Ένωση με την Ελλάδα, τα νησιά, εκτός από την επαφή τους με την Αγγλία και με την υπόλοιπη Ευρώπη, θα διατηρήσουν μια προνομιακή σχέση με την παλιά μητρόπολη και γενικότερα με την Ιταλία.
Δύο διαδοχικές υπογραφές του ποιητή: Dionisio Salamon και Dionisio Solomòs
Ο Διονύσιος Σολωμός θα γεννηθεί λοιπόν στο πολύγλωσσο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον των Επτανήσων και συγκεκριμένα στη Ζάκυνθο το 1798, ένα έτος μετά την κρίσιμη μετάβαση από την μακραίωνη βενετοκρατία στη δημοκρατία. Ο πατέρας του, κόντε Νικόλαος Σολωμός, ήταν πλούσιος ευγενής κρητικής καταγωγής και μιλούσε ιταλικά, όπως πολλοί επτανήσιοι της εποχής του και της τάξης του. Η μητέρα του, η Αγγελική Νίκλη, ήταν υπηρέτρια στο σπίτι του κόντε, κοπέλα λαϊκή και πολύ νεότερή του. Ο Σολωμός θα γεννηθεί εκτός γάμου, όπως και ο ομομήτριος αδελφός του Δημήτριος (1802), αλλά ο πατέρας τους θα φροντίσει για τη μόρφωσή τους, θα τους συμπεριλάβει στη διαθήκη του και λίγο πριν πεθάνει θα παντρευτεί τη μητέρα τους.

Έχοντας στην κατοχή του μέρος της περιουσίας του πατέρα του καθώς και τον τίτλο της ευγένειας, ο Σολωμός δεν θα χρειαστεί να εργαστεί. Ωστόσο, δεν θα αποκτήσει την ηρεμία που συνεπάγονταν τα προνόμια αυτά παρά μόνον στην ηλικία των σαράντα τριών χρονών, δηλαδή δεκάξι χρόνια πριν από τον θάνατό του. Αιτία, η νομική ασάφεια σχετικά με το κληρονομικό δίκαιο, την οποία σκόπιμα συντηρούσε η αγγλική προστασία, προκειμένου να χειραγωγεί πολιτικά τους αστούς και ευγενείς Επτανήσιους οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν αποκτήσει παιδιά εκτός γάμου, ακολουθώντας τα βενετικά ήθη (Καπάδοχος [1992] 2005). Έτσι, μέχρι το 1841 που θα ψηφιστούν οι νέοι κώδικες, ο Σολωμός θα ζήσει σε κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια, την οποία κάθε τόσο επιτείνουν προστριβές με τον ομομήτριο αδελφό του Δημήτριο και δικαστικές διαμάχες τόσο με τον μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό του Ροβέρτο Σολωμό, από τον πρώτο γάμο του πατέρα του, όσο και, κυρίως, με τον μικρότερο, τον Ιωάννη Λεονταράκη, από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του. Ο τελευταίος, γεννημένος μόλις λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Νικολάου Σολωμού, θα στηριχθεί στην ημερομηνία γέννησής του για να διεκδικήσει το όνομα, τον τίτλο και την περιουσία του κόντε Νικολάου, προκαλώντας έναν δικαστικό αγώνα που θα διαρκέσει πέντε χρόνια (1833-1838). Μολονότι η έκβαση θα δικαιώσει τον Διονύσιο και τον Δημήτριο, η υπόθεση θα κοστίσει πολύ στον ποιητή, καθώς τον έφερε σε σύγκρουση με τη μητέρα του, που πήρε το μέρος του Ιωάννη, αλλά και με αρκετούς φίλους του, που δεν κράτησαν την αναμενόμενη στάση.

Οι περιπέτειες που χρειάστηκε να ζήσει εξαιτίας της οικογενειακής του κατάστασης και της αγγλικής πολιτικής στα Επτάνησα δεν άφησαν ανεπηρέαστο το έργο του. Επανειλημμένα στις στιγμές των οικογενειακών κρίσεων ο Σολωμός στρέφεται στην ποίηση και «πολεμάει να παρηγορηθεί» με τη σάτιρα, όπως ο Διονύσιος Ιερομόναχος, η περσόνα του αφηγητή στο πεζό σατιρικό έργο της Γυναίκας της Ζάκυθος. Ακόμα όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις προσωπικής εκτόνωσης μέσω της γραφής, καταφέρνει σχεδόν πάντα να υπερβαίνει το προσωπικό του κίνητρο και να δίνει στα έργα του ευρύτερη διάσταση, που να έχει γενικότερο ενδιαφέρον. Έτσι, ενώ στο σατιρικό όνειρο «Η τρίχα» του Συνθέματος 1833-1834 ο σατιρικός στόχος είναι ο δικηγόρος του αντίδικου αδελφού του, επίσης νόθος, στο κέντρο του ποιήματος βρίσκεται ο γενικότερος προβληματισμός για τη στάση των ανθρώπων απέναντι στον Έρωτα, όπως φαίνεται από τα σχεδιάσματα του έργου στο χειρόγραφο του ποιητή (οι αστερίσκοι αντιστοιχούν σε μία μετρική συλλαβή):
Όταν μια γυναίκα παραδίνεται έτσι
* * * * * * * * * * * * * αρο
όπου τον Έρωτα ποιεί ξαδέλφι με το Χάρο
πώς διάβολο μπορείς να ξέρεις τίνος παιδί είσαι;
(Πολίτης επιμ. 1964: 337 β 33-36)
αναρωτιέται ο διαβολικός σατιριστής, που έχει στο ποίημα τη μορφή του φλάρη (καθολικού ιερέα) του βαρόμετρου -ένα ακόμα σατιρικό προσωπείο του ποιητή. Και η σάτιρα κλείνει με στίχους αυτογνωσίας του ποιητή, από την απόσταση της αυτοειρωνείας: ο φλάρης, που έχει βαλθεί να αποτιμήσει την αξία του σατιριζόμενου δικηγόρου απέναντι στο βάρος της νοθογέννησής του, βάζοντάς τον στον ένα δίσκο της ζυγαριάς με αντίβαρο, από την άλλη μεριά, μια τρίχα της μητέρας του, καλεί τώρα «στα ζύγια» και τον ποιητή, που βλέπει το όνειρο, προκειμένου να αποτιμήσει και τη δική του αξία. Ο ποιητής ταράζεται με την πρόσκληση και ξυπνά, το όνειρο κόβεται και το ποίημα κλείνει με την αποστολή του στη γενέθλια γη όπου διεξάγεται η οικογενειακή δίκη («την κρίση του»):
Καλ' όνειρο, στη Ζάκυνθο τίναξε τα φτερά σου
και πες πως τ' άλλα ονείρατα θέλει έρθουνε κοντά σου.
Και πες, α ρωτηθείς για με: «Την κρίση του μη χάσει
τρέμει πολύ και δεν μπορεί καθόλου να γελάσει».
(Πολίτης 1955: 254)
Το Σύνθεμα του 1833-1834 (Τσαντσάνογλου 1982) ανήκει βέβαια στην περίοδο της ωριμότητας του ποιητή που συνδέεται με την οριστική εγκατάστασή του στην Κέρκυρα. Θα προηγηθεί η περίοδος της προετοιμασίας, στη Ζάκυνθο, και πριν ακόμα το ποιητικό ξεκίνημά του στην Ιταλία.

ΑΠΟ ΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ (1808-1818)

Ο Σολωμός θα μάθει τα πρώτα γράμματα στη Ζάκυνθο, παρακολουθώντας ιδιωτικά μαθήματα στο πατρικό σπίτι και μια χρονιά στο δημόσιο σχολείο (1807-1808), που είχε αρχίσει να λειτουργήσει κατά την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας. Το 1808, μετά τον θάνατο του πατέρα του, οι επίτροποι θα τον στείλουν για σπουδές στην Ιταλία, όπως ήταν η συνήθεια, φροντίζοντας να μην έρχεται σε επαφή με τη μητέρα του και τη νέα της οικογένεια (είχε στο μεταξύ παντρευτεί τον Εμμανουήλ Λεονταράκη). Θα τον συνοδεύσει ο Ιταλός πρόσφυγας αββάς Σάντο Ρόσι, που ήταν οικοδιδάσκαλος στη Ζάκυνθο. Η προσαρμογή του δεκάχρονου μαθητή στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία θα αποδειχθεί δύσκολη και ο Ρόσι θα τον πάρει κοντά του στην Κρεμόνα μέχρι την αποφοίτησή του από το Λύκειο της πόλης, το 1815. Στη συνέχεια ο Σολωμός θα γραφτεί στη Νομική Σχολή της Παβίας από όπου θα πάρει το δίπλωμά του το 1818.

Ωστόσο οι νομικές σπουδές δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρουν. Στην Ιταλία, έρχεται σε επαφή με την πλούσια ιταλική λογοτεχνική παράδοση και με το δυναμικό παρόν της ιταλικής λογοτεχνίας των αρχών του 19ου αιώνα, όπου η ποίηση, και μάλιστα η θρησκευτική (νεοκλασικιστική, νεοπλατωνική) έχει την πρωτοκαθεδρία. Στις πόλεις των σπουδών του αλλά και στο Μιλάνο παρακολουθεί «ακαδημίες» ποίησης (δηλ. δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων) και βραδιές ποιητικού αυτοσχεδιασμού. Συναναστρέφεται γνωστούς ποιητές και λογίους, όπως ο Vincenzo Monti, ο Giovanni Torti, ο Giuseppe Montani. Ζει τον αγώνα των Ιταλών (Λομβαρδών και Βενετών) να απελευθερωθούν από τον αυστριακό ζυγό αλλά και την ατμόσφαιρα της διαμάχης του κυρίαρχου νεοκλασικισμού με τον ανερχόμενο ρομαντισμό. Στην Ιταλία επίσης συνειδητοποιεί την ποιητική κλίση του και γράφει στα ιταλικά τα πρώτα του ποιήματα, σχεδόν όλα θρησκευτικής θεματικής.

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που του απευθύνει ο φίλος του Giuseppe Montani από το Lodi στις 22 Αυγούστου 1818 δίνει μια καλή εικόνα για τον εικοσάχρονο Σολωμό που επιστρέφει τώρα, μετά από δέκα χρόνια απουσίας, στο γενέθλιο νησί:
«Στο καλό, λοιπόν, αγαπημένε μου Διονύσιε, στο καλό! Το πνεύμα των θαλασσών, το πνεύμα της αγίας φιλίας και το πνεύμα της ελευθερίας ας σε συντροφεύουν! Εσύ τουλάχιστο θα ξαναδείς μια πατρίδα, που μπορεί κανείς να τη λέει πατρίδα αληθινά. όσο κι αν η ξένη προστασία είναι, πες, ένα σκέπασμα μονάχα της σκλαβιάς. Τέλος πάντων όμως οι νόμοι είναι δικοί σας, δικά σας τα όπλα, και δική σας η κυβέρνηση· έχουν αναγνωριστεί τα δικαιώματά σας, έχουν ξυπνήσει και πάλι οι αρετές. Κάθε Εφτανησιώτης μπορεί να είναι περήφανος για το όνομά του, κι έχει στην καρδιά του τη γλυκιά πεποίθηση πως μπορεί να φανεί ωφέλιμος στην πολιτεία. Η δόξα της και η ευημερία της φαίνεται πως είναι εμπιστευμένες στη νέα γενιά, και ο νέος που επιστρέφει εκεί με άδολη την ψυχή και καλλιεργημένο το πνεύμα θα νιώθει να φλογίζεται από τις πιο ευγενικές ελπίδες. Αν αφιερωθείς έστω και αποκλειστικά στην τέχνη των Μουσών, θα έχεις να εκφράσεις αληθινά και γενναία αισθήματα, να διεγείρεις υψηλά πάθη και να εισάγεις μια καθαρή ευγένεια. Ο πατριωτισμός θα σου δίνει υπέροχες εμπνεύσεις, και όσο πιο καλός ποιητής, τόσο και πιο καλός πολίτης θα μπορείς να πιστεύεις πως είσαι. […] Την τελευταία φορά που σου έγραψα, που δεν είχες φύγει ακόμη, και που εγώ ήθελα και επέμενα να βρω τρόπο να μην φύγεις, μεταχειρίστηκα μερικά επιχειρήματα πιο πολύ για να ευχαριστήσω τον εαυτό μου παρά για να σου κάμουν εσένα καλό. Τώρα η φιλία με υποχρεώνει να σε δυναμώσω στην απόφασή σου και σχεδόν να σου κρύψω τη λύπη μου. Και κατηγορούσα κιόλας τον εαυτό μου που σου είχα εκφράσει επιθυμίες, που αν τις ακολουθούσες, χώρια που μπορούσαν να σου κλείσουν ένα δοξασμένο στάδιο, θα σε έκαναν διπλά απάνθρωπο, και απέναντι στην πατρίδα σου και απέναντι στη μητέρα σου που τόσο αγαπάς […]» (Πολίτης 1991: 457)
Ο Σολωμός επιστρέφει στην πατρίδα του με την προσδοκία να ξαναδεί τη μητέρα του και την επιθυμία να γίνει ποιητής. Κάποια από τα βασικά συστατικά του ποιητικού οράματός του διαφαίνονται στις υποδείξεις του Montani: αφοσίωση στην πατρίδα και την ελευθερία, καλλιέργεια του πνεύματος, αγνότητα της ψυχής, το υψηλό, σύνδεση της ποίησης με την ηθική και την πολιτική και η πεποίθηση ότι η ποίηση μπορεί να διαπαιδαγωγήσει καλύτερους ανθρώπους, καλύτερους πολίτες Πρόκειται για έννοιες που χαρακτηρίζουν την (ιταλική) λογοτεχνία της εποχής και που θα τις ξαναβρούμε αργότερα στο ελληνόγλωσσο έργο του.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ (1818-1828): από Ιταλός, εθνικός ποιητής της Ελλάδας

Επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο ο Σολωμός θα συνεχίσει να συνθέτει ιταλικά ποιήματα, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι επτανήσιοι λογοτέχνες. Πρόκειται είτε για επικαιρικά σονέτα -ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το σονέτο «In morte di Ugo Foscolo» (Στο θάνατο του Ούγου Φόσκολου)- είτε για ποιήματα ψυχαγωγίας της παρέας, όπως οι περιπαικτικές σάτιρες για τον Διονύσιο Ροΐδη και τα πολυάριθμα αυτοσχέδια σονέτα που προκύπτουν καθώς παίζει με φίλους το άλλοτε διάσημο στην Ιταλία ποιητικό αγώνισμα του αυτοσχεδιασμού, δηλαδή της σύνθεσης ποιημάτων με δοσμένο θέμα, δοσμένη μορφή ή και δοσμένες ομοιοκαταληξίες και με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Το ζητούμενο δεν είναι ασφαλώς η πρωτοτυπία, αλλά η επιδέξια διαχείριση ενός οπλοστασίου ποιητικών εκφράσεων και ομοιοκαταληξιών που προέρχονται κυρίως από την παλιότερη ιταλική λογοτεχνική παράδοση και αποτελούν κοινή γλώσσα πολλών ποιητών του ιταλικού 18ου και του αρχόμενου 19ου αιώνα (Coutelle 2009: 147-208). Ο Σολωμός διακρίνεται για την ταχύτητα και τη στιχουργική του δεινότητα και τριάντα αυτοσχέδια σονέτα θα συγκεντρωθούν από τον φίλο του Λοδοβίκο Στράνη και θα εκδοθούν στην Κέρκυρα το 1822 (β' έκδοση: 1823), με τον τίτλο Rime Improvvisate (Αυτοσχέδιες Ρίμες).
Εξώφυλλο των Rime Improvvisate, της μόνης ποιητικής συλλογής που δημοσίευσε ο Σολωμός όσο ζούσε [πηγή: Ψηφιοθήκη Α.Π.Θ.]
Παράλληλα με την σύνθεση ιταλόγλωσσων ποιημάτων, ενταγμένος πλέον στον φυσικό περιβάλλον της ελληνικής γλώσσας, ο Σολωμός θα αρχίσει να τη σπουδάζει και να εξοικειώνεται με παλιότερες και νεότερες ελληνικές λογοτεχνικές παραδόσεις: έμμετρες ερωτικές μυθιστορίες, κρητική αναγέννηση, δημοτικό τραγούδι, ζακυνθινή παράδοση. Θα ξεκινήσει επίσης να γράφει ποίηση στη νεοελληνική. Τα πρώτα ποιήματά του σε αυτήν έχουν ανακρεοντικά, αρκαδικά και βουκολικά θέματα και απηχούν τη νεοκλασική παιδεία του (π.χ. «Ανθούλα», «Ανάμνησις», «Ευρυκόμη», «Ο θάνατος του βοσκού»), διατηρώντας ευανάγνωστες εκφραστικές συγγένειες με την ιταλόγλωσση ποίησή του. Θα ακολουθήσουν ποιήματα προρομαντικού ή ρομαντικού χαρακτήρα, όπως η «Ωδή στη Σελήνη» και «Η σκιά του Ομήρου», με αποκορύφωμα το βυρωνικό ποίημα του Λάμπρου (1824-1826, 1833), γραμμένο σε ενδεκασύλλαβες οκτάστιχες στροφές −το γνωστό ιταλικό μέτρο της ottava, έντεχνα ενταγμένο τώρα στην ελληνική ποίηση. Φιλόδοξο συνθετικό ποίημα, ο Λάμπρος αποτελεί απόδειξη της μεγάλης διαδρομής που διάνυσε ο Σολωμός μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ως προς τη γλώσσα και την ποιητική· αποτύπωση «λεπτών αισθημάτων» με μεγάλη οικονομία και συγχρόνως σαφήνεια και ακρίβεια:
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και αποκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

«[…] εις αυτό το μικρό του ποίημα, ή, καλύτερα, κομμάτι ποιήματος, ευρίσκεται το ζήτημα τση γλώσσας λυμένο τω όντι ευτυχέστατα […] όλα αυτά σε κάνουνε ν' ακούς εκεί μέσα τη θρησκεία σου, τα ήθη σου, τες χαρές σου, τους φόβους σου, ταις πρόληψές σου, τα πάθη σου, μ' ένα λόγο, την ουσία της ζωής σου σε τρόπο, που ήθελε είναι καθαυτό αδύνατο να θεωρήσεις αλλέως τέτοια ποίηση, παρά σα μνημείο ατελεύτητο του καιρού σου» κατέληγε με ενθουσιασμό η πρώτη κριτική (Εμμ. Στάης, Ο «Λάμπρος» του Σολωμού, 1853) για το «κομμάτι» του ποιήματος που είχε στο μεταξύ δημοσιευτεί στο περιοδικό Ιόνιος Ανθολογία (Γενάρης 1834).
Στα δέκα χρόνια της ζακυνθινής διαμονής του ο Σολωμός θα πειραματιστεί, εν είδει άσκησης και αναζήτησης, με μια μεγάλη ποικιλία μετρικών και στιχουργικών μορφών, που προέρχονται στην πλειονότητά τους από την ιταλική στιχουργία (π.χ. πεντασύλλαβος, επτασύλλαβος, terza rima) και από την νεοελληνική (π.χ. δεκαπεντασύλλαβος). Θα συγκεκριμενοποιήσει τις θεματικές περιοχές και τις έννοιες που τον ενδιαφέρουν να διερευνήσει ποιητικά και θα δοκιμάσει τρόπους διερεύνησής τους: σχέση ανθρώπου - θεού, ανθρώπου - φύσης, καλού - κακού· η θεϊκή δικαιοσύνη, η δευτέρα παρουσία· η ποιητική δικαιοσύνη και ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησης· ελευθερία, πολιτική και ηθική· η αγνότητα και το υψηλό· καθαρότητα ψυχής και εξωτερικό κάλος· σάτιρα και λυρισμός· όνειρα και οράματα· προσωπεία.
Τα χρόνια της ζακυνθινής διαμονής του Σολωμού συμπίπτουν βέβαια με τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία. Η ποιητική παρέμβασή του στο μείζον εγχείρημα της μεγάλης πατρίδας μοιάζει προδιαγεγραμμένη ήδη από τότε που άφηνε την Ιταλία: το υποδείκνυε το Μontani· το επιτάσσει η ποιητική και η ιδεολογία της εποχής.
Το εξώφυλλο του Ύμνου εις την Ελευθερίαν, έκδοση Μεσολογγίου. Η πεζή ιταλική μετάφραση που συνοδεύει εδώ το ελληνικό κείμενο έγινε, πιθανότατα, με τη συνεργασία Grassetti και Σολωμού.
Από την ομάδα των έργων που συνδέονται άμεσα με τα γεγονότα της επανάστασης (π.χ. Εις Μάρκο Μπότσαρη, Η καταστροφή των Ψαρών) ξεχωρίζει ασφαλώς ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, το ποίημα που θα καταστήσει τον εικοσιπεντάχρονο Σολωμό ευρύτερα γνωστό στην Ελλάδα και την Ευρώπη και που αργότερα (1865) θα του δώσει τον τίτλο του εθνικού ποιητή των Ελλήνων. Γραμμένος με μια ανάσα τον Μάιο του 1823, σε τροχαϊκό οκτασύλλαβο και 158 τετράστιχες στροφές, ο Ύμνος είναι το εκτενέστερο έως τότε ποίημά του και το πρώτο ελληνόγλωσσο που θα τυπωθεί και μάλιστα σε τρεις διαδοχικές εκδόσεις, το 1825: πρώτα, στο Παρίσι, στον δεύτερο τόμο των δημοτικών τραγουδιών του Φωριέλ, με έμμετρη γαλλική μετάφραση (και σε χωριστό ανάτυπο)· ακολούθως, στο Λονδίνο, στην αγγλική μετάφραση του τόμου του Φωριέλ· τέλος, στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, με ιταλική πεζή μετάφραση. Το ποίημα άλλωστε απευθύνεται τόσο στους Έλληνες όσο και στους Ευρωπαίους. Εξισορροπώντας ενθουσιασμό και αναστοχασμό, συμμετοχή και αποστασιοποίηση, το ποιητικό υποκείμενο αναλαμβάνει να προβάλει την ιδεολογία της επανάστασης (δίκαιος αγώνας για ελευθερία, αυτοδιάθεση και θρησκεία), να υμνήσει επιλεκτικά κάποια από τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων, να ενθαρρύνει τους πολεμιστές και συγχρόνως, να επισημάνει και να διαχειριστεί γεγονότα και συμπεριφορές που απειλούν ποικιλότροπα το ευάλωτο εγχείρημα της επανάστασης, όπως τα συμφέροντα και η υποκρισία των Μεγάλων Δυνάμεων, η σφαγή στην Τριπολιτσά και η εσωτερική διχόνοια των Ελλήνων:
144. »Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή·
καθενός χαμογελάει,
πάρ' το, λέγοντας, και συ.

145. »Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά·
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.

146. »Από στόμα οπού φθονάει,
παλικάρια, ας μην 'πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

147. »Μην ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά.

148. »Τέτοια αφήστενε φροντίδα·
όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα
όμοιαν έχει την τιμή.
Ο Ύμνος είναι ποίημα πολιτικής και συγχρόνως λογοτεχνικής παρέμβασης, καθώς ταυτόχρονη και ισότιμη επιδίωξή του είναι να καταδείξει και τις λογοτεχνικές ικανότητες της αναγεννημένης Ελλάδας και της νεοελληνικής γλώσσας. Όπως ο ίδιος ο Σολωμός το τονίζει ρητά σε επιστολή του, ακυρώνοντας τη σχεδιαζόμενη έκδοση πρωτόλειων ελληνόγλωσσων ποιημάτων του «Χρειάζονται όμως άλλα πράματα τώρα, για να δείξουμε τι δυνατότητες έχει η γλώσσα» (Πολίτης 1991: 87). Γράφοντας «γλώσσα» εννοεί βέβαια τη γλώσσα του λαού. Στην κρίσιμη συζήτηση που διεξάγεται ανάμεσα στους λόγιους της εποχής του σχετικά με τη γλώσσα στην οποία θα πρέπει να μιλούν και να γράφουν οι πολίτες τού υπό γένεση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ο Σολωμός θα ταχθεί υπέρ της γλώσσας του λαού. Την άποψη αυτή θα υπερασπίσει τόσο με την ποίησή του όσο και με το κριτικό, μαχητικό κείμενο του Διαλόγου (1824) όπου ο Ποιητής, με την ηθική υποστήριξη του Φίλου, θα συγκρουστεί με τον Σοφολογιότατο.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαβίζει· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο.
Καθώς «ερχότανε κάθε τόσο από μακριά» (Σεφέρης) και χάρη στην εξοικείωσή του με αντίστοιχα ευρωπαϊκά γλωσσικά ζητήματα κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Ιταλία, ο Σολωμός θα ανασκευάσει με συγκροτημένα επιχειρήματα και σθένος τις απόψεις υπέρ της καθαρεύουσας ή/και της αρχαϊζουσας:
[…]
ΠΟΙΗΤΗΣ
Θυμώνω γιατί είμαι στενεμένος να ξαναπώ τα πράγματα οπού είπαν τόσες φορές τα άλλα έθνη, και δίχως ωφέλεια να τα ξαναπώ. Οι Γάλλοι έλαβαν φιλονικεία για τη γλώσσα, και ετελείωσε εις την εποχήν του Δαλαμπέρτ· την έλαβαν οι Γερμανοί, και ο Όπιτς έδωσε το παράδειγμα της αλήθειας· την έλαβαν οι Ιταλοί, και με τόσο πείσμα, οπού μήτε το παράδειγμα του Υψηλότατου Ποιητή είχε φθάσει για τότε να τους καταπείσει. Ησύχασαν τέλος πάντων γράφοντας τη γλώσσα του λαού τους τα σοφά έθνη, και αντί εκείνες οι ελεεινές ανησυχίες να μας είναι παράδειγμα για να τες αποφύγουμε, επέσαμε εις χειρότερα σφάλματα. Τέλος πάντων οι Σοφολογιότατοι εκείνων των εθνών ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα οπού ήτον μία φορά ζωντανή εις τα χείλη των ανθρώπων· κακό πράγμα βέβαια, και αν ήτον αληθινά δυνατόν· γιατί δυσκολεύει την εξάπλωση της σοφίας· αλλ' οι δικοί μας θέλουν να γράφουμε μία γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές ομιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθεί.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και τα λόγια του Πλάτωνος γιατί μου τα ανέφερες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Για να καταπεισθείς πως τη σημασία των λέξεων ο λαός την διδάσκει του συγγραφέα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Το σύγγραμμα λοιπόν θα είναι κάθε άλλο πράγμα από του λαού την ομιλία.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όχι κάθε άλλο πράγμα· εκείνο οπού λέγει ο Βάκων για τη φύση, δηλαδή πως ο φιλόσοφος για να την κυριέψει πρέπει πρώτα να της υποταχθεί, ημπορεί κανείς να το πει για τη γλώσσα· υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αυτό δεν το καταλαβαίνω πώς γίνεται.
[…]
Ο Σολωμός θα επανέλθει στο «πώς» στη γνωστή επιστολή του προς τον φίλο του Γεώργιο Τερτσέτη (Ιούνιος 1833):
«Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια, θα 'θελα όμως, όποιος μεταχειρίζεται την κλέφτικη γλώσσα, να τη μεταχειρίζεται στην ουσία της και όχι στη μορφή της, με νιώθεις; Κι όσο για την ποίηση, πρόσεξε καλά Γιώργη μου, γιατί βέβαια καλό είναι να ρίχνει κανείς τις ρίζες του πάνω σ' αυτά τ' αχνάρια, δεν είναι όμως καλό να σταματά εκεί· πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα. Δεν ξέρω αν φανέρωσα καλά τη σκέψη μου, έτσι βιαστικά που γράφω. Η κλέφτικη ποίηση είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς μ' αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα οι Κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματά τους. Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα· το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά.» (Πολίτης 1991: 254)
Στόχος του Σολωμού είναι να καλύψει το κενό που υπήρχε στη λογοτεχνία της εποχής του και του τόπου του: να καλλιεργήσει τη δημώδη, λαϊκή γλώσσα και να φτιάξει ένα ποιητικό γλωσσικό όργανο ικανό να εκφράσει ιδέες και έννοιες εθνικές αλλά και οικουμενικές. Στο δύσκολο αυτό εγχείρημα, η απουσία μιας ήδη διαμορφωμένης ενιαίας νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης θα τον δυσκολέψει αλλά ταυτόχρονα θα του αφήσει ελεύθερο το πεδίο ενώ η απόσταση από την οποία έρχεται, η παιδεία του και η «διάνοιά του» θα του επιτρέψουν να δει καθαρότερα, να επιλέξει και να μπολιάσει δημιουργικά τη νεοελληνική ποιητική γλώσσα, την οποία επιχειρεί να πλάσει, με την ιταλική και ευρύτερα την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση και σκέψη με τις οποίες είναι εξοικειωμένος. Ο καρπός θα φανεί στο χρονικό διάστημα 1828-1855.

ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ (1828-1857)

«[…] εγώ είμαι καλά όσο ποτέ άλλοτε: μένω στο σπίτι εξαιρετικών ανθρώπων, βυθισμένος ως το λαιμό στις μελέτες μου.» (Δ. Σολωμός, Κέρκυρα, 1.10.1832)
Στο τέλος του 1828 ο Σολωμός αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα για καλλιτεχνικούς και προσωπικούς λόγους. Θέλει να «αφιερωθεί όλος εις τη μελέτη της Τέχνης» (Πολυλάς 1859: κστ') και συγχρόνως να απομακρυνθεί από τον αδελφό του Δημήτριο και τη σύζυγό του. (Αυτή είναι, άλλωστε, υποστηρίζουν κάποιοι μελετητές, η ανώνυμη Γυναίκα της Ζάκυθος, την οποία ο ποιητής στηλιτεύει για τη συμπεριφορά της στο ομώνυμο έργο του.)
Το σπίτι του Σολωμού στην Κέρκυρα, που σήμερα στεγάζει το κερκυραϊκό Μουσείο Σολωμού
Τα διαβάσματά του αυτή την εποχή εστιάζουν στη γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία, κατά κύριο λόγο μέσω των πολυάριθμων ιταλικών μεταφράσεων που του ετοιμάζει ο φίλος του Νικόλαος Λούντζης. Ωστόσο, ενεργός παραμένει ο διάλογος των μελετητών για το αν η θητεία του Σολωμού στον γερμανικό ρομαντισμό και ιδεαλισμό (κυρίως Σίλλερ και Χέγκελ) οδήγησε σε μια λίγο-πολύ ριζική αλλαγή της ποιητικής του κατά την κερκυραϊκή περίοδο (Πολυλάς 1859: λε', Ζαμπέλιος 1859, Παλαμάς [1898] 1981: 41, Βελουδής 1989) ή αν απλώς ο Σολωμός βρήκε στη γερμανική σκέψη στοιχεία που τέμνονταν με αναζητήσεις και προβληματισμούς ήδη διαμορφωμένους κατά την ζακυνθινή, νεοκλασικιστική και νεοπλατωνική, περίοδο (Πολίτης 1985: 320, Coutelle 1990: 85-161, Καλταμπάνος 2004: 253)· ή, πάλι, αν τόσο οι "γερμανικές" (ρομαντικές) όσο και οι "ιταλικές" (νεοπλατωνικές) πηγές του εκβάλλουν στον θεοσοφικό μυστικισμό των αρχών του 19ου αιώνα (Παπάζογλου 1995: 46-48). Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να τονιστεί η ποικιλία που χαρακτηρίζει τα ελληνικά και ευρωπαϊκά διαβάσματά του, το δημιουργικό πνεύμα του και, εντέλει, η ιδιοσυγκρασιακή πρωτοτυπία της ποιητικής του, παρά την αναγνώριση επιμέρους οφειλών του ή εκλεκτικών συγγενειών με παλιότερους και συγκαιρινούς του έλληνες και ευρωπαίους λογοτέχνες και στοχαστές.
Αναμφίβολα, η σολωμική ποίηση της κερκυραϊκής περιόδου είναι περισσότερο στοχαστική, σχεδόν φιλοσοφική, μολονότι κατά κανόνα αφορμάται από πραγματικά ή και ιστορικά γεγονότα. Έννοιες κλειδιά για την ανάγνωσή της είναι −πλάι σε θέματα και τεχνικές της ζακυνθινής περιόδου που επανέρχονται και τώρα (π.χ. αντιστοιχία εσωτερικού και εξωτερικού κάλους, οράματα και όνειρα)− η δοκιμασία, η ταπεινότητα και το ηθικό μεγαλείο του ανθρώπου, η εσωτερική ελευθερία, η αυτογνωσία, η ενότητα του σύμπαντος και η αρμονία, η αλήθεια.
Στον Κρητικό (1833), για παράδειγμα, η έννοια της ηθικής δοκιμασίας του ήρωα επέχει κεντρική θέση στο ποίημα, όπως σημειώνει ο Σολωμός:
«Πεδίο δοκιμασίας είναι η ζωή (εδώ πινελιές σύντομες και βαθιές) ώστε να βρίσκεται εδώ το βάθος όλου του Ποιήματος και να φανεί ο ισχυρός χαρακτήρας του Κρητικού» (Πολίτης επιμ. 1964: 360 Β 8-11)
Αντίστοιχα, μια σειρά από δοκιμασίες έχουν να αντιμετωπίσουν οι Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι (1833 κ.ε., 1844 κ.ε.), η μεγαλύτερη από τις οποίες δεν είναι η πείνα αλλά μια εσωτερική αντίξοη δύναμη, «η ενθύμηση της περασμένης δόξας», όπως διαβάζουμε στα χειρόγραφα του ποιητή. Οι πολιορκημένοι θα υπερβούν και αυτήν και όλες τις άλλες, αφήνοντας να φανεί το ηθικό τους μεγαλείο και κατακτώντας την εσωτερική, ηθική ελευθερία τους:
«Κοίταξε να σχηματίσεις βαθμηδόν ωσάν μίαν αναβάθρα από δυσκολίες, τες οποίες θα υπερβούν εκείνοι οι Μεγάλοι, με όσα οι αίσθησες απορουφούν από τα εξωτερικά, τα οποία ή τους τραβούν με τα κάλλη τους, ή τους βιάζουν με την ανάγκη και με τον πόνο, έως εις τη βεβαιότητα του θανάτου, αλλά εξαιρέτως με την ενθύμηση της περασμένης δόξας. Όλα αυτά, όσο μεγαλύτερα είναι και πλέον διάφορα, εις τόσο υψηλότερο στυλοπόδι σταίνουν την Ελευθερία, μεστήν από το Χρέος, δηλαδή από όσα περιέχει η Ηθική, η Θρησκεία, η Πατρίδα, η Πολιτική κ.ά.» (Πολυλάς 1859: 229-230).
Αντίστοιχα, επίσης, ο Άγγλος στρατιώτης στον Πόρφυρα (1847) φθάνει στην αυτογνωσία μέσα από τη δοκιμασία του, που είναι η άνιση πάλη του με τον καρχαρία:
«Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.»
Μολονότι τα έργα που επεξεργάζεται ο Σολωμός στη Κέρκυρα έμειναν στην πλειονότητά τους ανολοκλήρωτα και το καθένα εγκαταλειμμένο σε διαφορετικό βαθμό σύνθεσης, πιστοποιούν το αναμφίβολο γλωσσικό και ποιητικό κατόρθωμά του. Χαρακτηριστικές όψεις του συνιστούν ο πεζός ρυθμικός λόγος και η υψηλή σάτιρα της Γυναίκας της Ζάκυθος, γραμμένης στο γλωσσικό ιδίωμα του ζακυνθινού αφηγητή της Ιερομόναχου Διονύσιου. Επίσης, ο συνειρμικά δομημένος δραματικός μονολόγος του διαταραγμένου επαίτη Κρητικού, που εκφράζεται κι αυτός στο δικό του ιδίωμα (το κρητικό) αλλά και ολόκληρο το φιλόδοξο οκταμερές λυρικό και σατιρικό Σύνθεμα του 1833-1834 (Τσαντσάνογλου 1982) στο οποίο ανήκει ο Κρητικός και στο οποίο αντιπαρατίθενται θετικές και αρνητικές ανθρώπινες συμπεριφορές. Ακόμα, η επικο-λυρικο-αφηγηματική σύνθεση των Ελεύθερων Πολιορκισμένων (= Β' Σχεδίασμα), όπου η γλώσσα είναι στρατηγικά μπολιασμένη με λαϊκά στοιχεία −σύμφωνα με τη ρητή επιδίωξη του ποιητή: «[…] θρέφοντας τη Μορφή με τύπους δημοτικούς· λ.χ. ετοιμοθάνατος, χρυσοπηγή, χρυσοπράσινα κ.ά.» (Πολυλάς, 1859: 226)− και όπου η ελληνική περίπτωση (η έξοδος του Μεσολογγιού) συναρτάται με πανανθρώπινες αξίες και αποκτά οικουμενική διάσταση μέσα σε ένα υπερεθνικό όραμα, όπου το εθνικό ταυτίζεται με το Αληθινό.
Μορφικά, τη μετρική και στιχουργική ποικιλία της ποίησης της ζακυνθινής περιόδου διαδέχεται στα χρόνια της Κέρκυρας η σχεδόν αποκλειστική χρήση του δεκαπεντασύλλαβου ομοιοκατάληκτου δίστιχου και, από το 1844, του ανομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου στίχου, που τέμνεται με τον ελληνικό εθνικό στίχο. Επίσης, αποφεύγεται η συνίζηση και επιδιώκεται η αφαίρεση και η πύκνωση των νοημάτων, προς έναν καθαρότερο λυρισμό.
Μετά την απόπειρα υλοποίησης μεγάλων και συνθετικών έργων όπως το Σύνθεμα του 1833-1834, Οι Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι και ο Πόρφυρας, ο Σολωμός μοιάζει μάλλον να επεξεργάζεται μικρότερα λυρικά ποιήματα (π.χ. Εις Φραγκίσκα Φραίζερ) ενώ λίγο μετά τη διπλή, στα ελληνικά και στα ιταλικά, στιχούργηση του σύντομου και αινιγματικού ποιήματος Carmen Seculare / L' Albero Mistico (1849), επιστρέφει στην ιταλόγλωσση στιχουργία με ποιήματα που δεν είναι πλέον συμβατικά, όπως τα περισσότερα νεανικά του, αλλά πρωτότυπα και αντίστοιχα της ωριμότητας και του ύφους που είχε κατακτήσει στην ελληνόγλωσση ποίησή του· κάποια μάλιστα (π.χ. La donna velata, L'usignolo e lo sparviere, Saffo, La navicella greca) μπορούν να θεωρηθούν αξιόλογα ακόμα και στο πλαίσιο της ιταλικής λογοτεχνίας. Με τα ποιήματα αυτά ολοκληρώνεται γύρω στα 1855 η ποιητική του διαδρομή.
Βέβαια, ακόμα και όταν ο Σολωμός ήταν αποκλειστικά αφοσιωμένος στη σύνθεση ελληνόγλωσσης ποίησης, η ιταλική γλώσσα παρέμενε άδηλα παρούσα. Τα χειρόγραφα όπου επεξεργάστηκε τα ελληνόγλωσσα έργα του επιτρέπουν να δούμε την ύπαρξη των δύο γλωσσικών κωδίκων, την εναλλαγή τους και τον ρόλο του καθενός. Στα ιταλικά καταγράφονται κατά κύριο λόγο πεζά σχεδιάσματα του υπό επεξεργασία έργου καθώς και στοχασμοί σχετικά με τη σύνθεσή του, η οποία γίνεται βέβαια στα ελληνικά (σε στίχους ή σε πεζό, ανάλογα με το έργο), μέσω μιας διαδικασίας που περιλαμβάνει διαδοχικές μορφοποιήσεις, διαγραφές και αναμορφοποιήσεις του ποιητικού υλικού και στις δύο γλώσσες. Τα ιταλικά λοιπόν υποστηρίζουν διαρκώς την κατασκευή των ελληνόγλωσσων έργων του, από την αρχή ως το τέλος της ποιητικής του διαδρομής· είναι μια "εργαλειακή" γλώσσα, μια «σκαλωσιά» (Mackridge 1994: 263), ενώ τα ελληνικά, η γλώσσα της υπό διαμόρφωση υψηλή λογοτεχνίας:
Ιntrodurre drammaticamente la descrizione delle Moriotte che venivano. Le barche piene che sono per affondare. Fanciulli, vecchi e donne (nemmeno un giovine). [= Να μπάσεις δραματικά την περιγραφή για τις Μοραΐτισσες που έρχονταν. Οι βάρκες γεμάτες που λες και θα βουλιάξουν. Παιδιά, γέροι και γυναίκες (ούτε ένα παλικάρι)]
«Πώς πάει το έθνος; πώς πάνε οι δουλειές;»
Και άφησε το κουπί του και με το χέρι εσυχνόκοβε τον αέρα orrizontalmente.
«Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος.»
[Η Γυναίκα της Ζάκυθος] (Πολίτης 1964: 272 β 1-14 και Τσαντσάνογλου 1991: 36)

Un mormorio sinistro dell'esercito impaziente si spense, pari al vento che trova lo scoglio που βρίσκει το βράχο. [= Μια απειλητική βοή του ανυπόμονου στρατού έσβησε, όμοια με τον άνεμο που βρίσκει το βράχο]
Όπου περνά το πέλαγο και κόβεται στο βράχο
[Οι Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι, Β' Σχεδίασμα] (Πολίτης 1964: 407 β 29-30)
Σελίδα από το αυτόγραφο τετράδιο του Σολωμού που περιέχει τις επεξεργασίες της Γυναίκας της Ζάκυθος. Αυτόγραφα Σολωμού από το Αρχείο Σολωμού στην Ακαδημία Αθηνών - Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού είναι διαθέσιμα και στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Europeana]

ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ

Μισόβγαινε απ' τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου −που ακόμη φώταγε− το μαρμαράκι
Α κει μονάχα να 'ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού τις
πλάκες
(Οδ. Ελύτης, Σολωμού συντριβή και δέος, Τα ελεγεία της Οξώπετρας)
Στις 9/27 Φεβρουαρίου 1857 ο Σολωμός πεθαίνει στην Κέρκυρα από εγκεφαλική συμφόρηση. Το λιγοστό έως τότε δημοσιευμένο έργο του δημιουργούσε μεγάλη προσδοκία για το αδημοσίευτο αλλά όταν αυτό παρουσιάστηκε από τον φίλο και μαθητή του Ιάκωβο Πολυλά στην περίφημη έκδοση Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα, το 1859, προκάλεσε απογοήτευση στο αναγνωστικό κοινό της εποχής, εξαιτίας της αποσπασματικότητάς του. Όχι χωρίς κάποια θλίψη, ο ίδιος ο Πολυλάς διαπίστωνε ότι «τα ευρισκόμενα συγγράμματα μόλις δείχνουν, ναι μεν σημαντικά, αλλά ολίγα και αραιά τα ίχνη, με τα οποία ο ποιητής επροχωρούσε εις απάτητο μονοπάτι μέσα 'ς τον κόσμο της φαντασίας» (Πολυλάς 1859: νγ').
Έκτοτε, το σολωμικό έργο εμπλουτίστηκε με κείμενα που είχαν μείνει ανέκδοτα, γνώρισε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις, συνομίλησε γόνιμα με συγγραφείς και απλούς αναγνώστες. Παρά τη μεγάλη βιβλιογραφία που το συνοδεύει, παρά την πρώιμη αναγνώρισή του ποιητή ως εθνικού και την μακρόχρονη συνάρτησή του με την εθνική ιδεολογία, το σολωμικό έργο παραμένει ανοικτό. Καταρχάς, επειδή το ίδιο αντιστέκεται με την ποιητική του σε κλειστές, οριστικές, ερμηνείες. Αρκεί να σκεφτούμε την εντέλει διαφεύγουσα ταυτότητα του τυφλού γέρου στην τιτλοφορημένη από τον Πολυλά Σκιά του Ομήρου καθώς και της Φεγγαροντυμένης γυναικείας μορφής στον Κρητικό ή το αινιγματικό Carmen seculare / Μυστικό δέντρο. Ανοικτό, επίσης, επειδή αντιστέκεται στην παγίωσή του με τον αποσπασματικό χαρακτήρα των περισσότερων ώριμων ποιημάτων και τη ρευστή, δίγλωσση μορφή τους, δοκιμάζοντας αναγνωστικές συνήθειες και εκδοτικές πρακτικές διαμορφωμένες κυρίως με βάση έργα που έλαβαν από τους συγγραφείς τους οριστική μορφή.
Πράγματι, πέρα από τις παγιωμένες κειμενικές μορφές των σολωμικών έργων που μας κληροδότησε η έκδοση των Ευρισκομένων του Πολυλά, η μόνη οριστική έκδοση του ανολοκλήρωτου σολωμικού έργου είναι η έκδοση των χειρογράφων του από τον Λίνο Πολίτη (1964), ο οποία όμως δύσκολα διαβάζεται από τους μη ειδικούς. Συνεπώς, η ανάγνωση του Σολωμού είναι −και δεν μπορεί παρά να είναι− ουσιαστικά διαμεσολαβημένη ήδη από το επίπεδο της εκδοτικής πρότασης. Δύο φαίνεται πως είναι οι βασικοί τρόποι εκδοτικής διαμεσολάβησης. Ο ένας επιδιώκει, βάσει διατυπωμένων εκδοτικών αρχών και μεθόδων, να παρακολουθήσει και να αποτυπώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα και σαφήνεια τη σταδιακή κατασκευή του κάθε ανολοκλήρωτου έργου, από την αρχή της επεξεργασίας του μέχρι την εγκατάλειψή του, παρουσιάζοντας στον αναγνώστη μια χρηστική έκδοση που δεν προωθεί το έργο πέρα από εκεί που το άφησε ο ποιητής και ως εκ τούτου διατηρεί, όπου υπάρχουν, τα κενά της σύνθεσης και την εναλλαγή των ελληνικών και των ιταλικών, με παράλληλη μετάφραση στα ελληνικά (π.χ. Τσαντσάνογλου 1982, 1991· Κεχαγιόγλου 1988, 1998· Αγγελόπουλος [1988] 2001· Τικτοπούλου 2003, 2009). Ο δεύτερος τρόπος, επιδιώκει, βάσει της αισθητικής αρχής της ολότητας, ως προϋπόθεσης της λογοτεχνικότητας και της ανάγνωσης, την συμπλήρωση των ημιτελών και αποσπασματικών σολωμικών έργων και την παρουσίαση στον αναγνώστη όσο το δυνατόν απαρτισμένων κείμενων, αποσιωπώντας όσα ενδιάμεσα κενά υπάρχουν καθώς και το ιταλόγλωσσο ποιητικό υλικό (π.χ. Πολυλάς 1859· Πολίτης, 1948, 1955· Αλεξίου [1994] 2007· Βελουδής 2008).
Πορτρέτο του Ιάκωβου Πολυλά, η εκδοτική και κριτική διαμεσολάβηση του οποίου επικαθόρισε με τρόπο ανεξίτηλο την πρόσληψη του Σολωμού. Έργο του Γεωργίου Σαμαρτζή στην Πινακοθήκη του Δήμου της Κέρκυρας
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ερμηνεία όσο και αυτή καθαυτή η ανάγνωση του ανοικτού σολωμικού έργου φαίνεται ότι απαιτούν ενεργότατη τη συμμετοχή του αναγνώστη, ο οποίος θα συμπληρώσει μόνος του κάθε φορά τα κενά, «travedendo il resto e più ancora» [διαβλέποντας τα υπόλοιπα και ακόμα περισσότερα] (Σολωμός) και θα αναζητήσει την απόλαυση όχι μόνον στην ανάγνωση των τελειωμένων τμημάτων αλλά και στην παρακολούθηση της διαδικασίας σύνθεσης του ποιήματος, όπου άλλωστε έγκειται η ουσία της ιδιαιτερότητας του Σολωμού, της επιτυχίας του φιλόδοξου εγχειρήματός του και συγχρόνως της ανάσχεσης της ολοκλήρωσής του: η (αυτό)κριτική απόσταση με την οποία επεξεργάζεται το θεματικό και ποιητικό υλικό του.
«[…] σε όλα εν γένει τα κείμενα της ώριμης περιόδου του η ανταγωνιστική σχέση του δημιουργού με τον εαυτό του, δηλαδή με την ποίησή του, ο αδιάπτωτος διάλογος ανάμεσα στο έργο και τον στοχασμό περί του έργου, ενέχει τις διαστάσεις μιας συστηματικής και αυθόρμητης, όχι προγραμματικής και εξωτερικής, σύμφυσης της πρόζας της σκέψης στη γλώσσα της ποίησης, η οποία, επειδή ακριβώς είναι συστηματική και αυθόρμητη, υπακούσει στην εσωτερική κύμανση μιας αναγκαιότητας, που συνιστά το ίδιον, την ειδοποιό ουσία, τον σολωμισμό, αν μπορούμε να πούμε έτσι, του Σολωμού και αξιώνει με την επιτακτικότητα μας υπεβατολογικής συνθήκης από το ποιητικό υποκείμενο να αποχωρίζεται διαρκώς το σταθερό έδαφος της τετελεσμένης εκφραστικής προσπάθειας, ανασκοπώντας ως απόλυτος αναγνώστης του έργου του τη διαφορά, την απόσταση, τον δρόμο που είχε να διανύσει για να αναχθεί στην αυτάρκεια της ιδεώδους αισθητικής μορφής, έτσι ώστε το εκάστοτε ποιητικό αποτέλεσμα να αποτελεί προϊόν της δημιουργικής βούλησης του συγγραφέα και συγχρόνως δείκτη της κριτικής του αυτεννόησης, προσωρινή στιγμή διασταύρωσης ανάμεσα σ' αυτό που έγινε και σ' αυτό που πρέπει να γίνει, όριο και συνάμα έναυσμα υπέρβασης προς την εκπλήρωση του ιδεώδους. Η ποιητική πράξη ενσωματώνει σταθερά και ελέγχεται από την απαιτητική διαύγεια του κριτικού οφθαλμού συναιρώντας εντός της ασυμπτωτικά, και γι' αυτό ελλειμματικά, την αντίθεση ανάμεσα στην πρόθεση και την επιτέλεση, ανάμεσα στο επιθυμητό και το πραγματικό, ανάμεσα στην ιδέα της ποίησης και τη συγκεκριμένης της ενσάρκωση. Σχέδια επί σχεδίων, στιχουργικές παραλλαγές, εκφραστικές αναδιφήσεις, τροποποιήσεις, αναδιατάξεις και μετατοπίσεις της ποιητικής ύλης, προπλάσματα ποιημάτων, επεξεργασμένες λιγότερο ή περισσότερο συνθέσεις, σχόλια επί σχολίων, υποδείξεις εις εαυτόν στα ελληνικά και τα ιταλικά, συμπληρώσεις, αφαιρέσεις, διαγραφές, μνείες και παραπομπές σε ιδέες και ρήσεις άλλων συγγραφέων, σχηματίζουν τον αβέβαιο, ρευστό και μεταβαλλόμενο ορίζοντας του εν προόδω σολωμικού έργου, ενός έργου που ενίσταται συνεχώς στον εαυτό του, υποτυπώνοντας, δια μέσου ακριβώς της δυναμικής του ατέλειας, την αναζήτηση μιας ανέφικτης πληρότητας.» (Καλταμπάνος 2004: 286-287)

Κατερίνα Τικτοπούλου, 2014

«Άξιον Εστί»- Ελύτης

«Άξιον Εστί»                            

 Οδυσσέα Ελύτη

  

Ένα από τα μνημειώ­δη έργα της νεώτερης ελληνικής Γραμματείας. Το έργο έχει απασχο­λήσει πάρα πολύ την ελληνική αλλά και την ξένη κριτική (είναι το πιο πολυμεταφρασμένο έργο του Ελύτη, ι­δίως μετά το βραβείο Νομπελ του 1979). Ταυτόχρονα έχει γίνει προσφι­λές στο ευρύ κοινό, με τη βοήθεια της μελοποίησης αποσπασμάτων του από τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και μέσα από διαδικασίες που έχουν να κάνουν με τις περιπέτειες του ελλη­νικού δημόσιου βίου κατά τις τελευ­ταίες δεκαετίες. Αναμφισβήτητα η ε­κτενής αυτή ποιητική σύνθεση του Ελύτη έρχεται να προστεθεί σε ανά­λογες μεγαλόπνοες ποιητικές συν­θέσεις της ελληνικής ποίησης του αι­ώνα μας, όπως «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά ή «Ο Πρόλογος στη Ζωή» του Αγγέλου Σι­κελιανού.

Πώς γράφτηκε το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ


Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του έργου, ο ποιητής θα εμπιστευθεί στον Γ. Π. Σαββίδη κάποιες σημειώσεις που εξηγούν το πώς δημιουργήθηκε το «Άξιον Εστί».

«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση. Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».

ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Χαρακτηριστικό του είναι πως σ΄ αυτό το έργο απο­θεώνεται η οργάνωση του ποιητικού υλικού, η οποία εντούτοις δεν εγκλωβίζει την ποιητική έκφραση σε προκαθορισμένα σχήματα, αλλά ανα­πνέει με μιαν ,άγνωστη έως τότε στην ελληνική ποίηση, ανάσα
Ένα άλλο γνώρισμα, που προσδίδει ιδιαίτερο θέλγητρο σε ολόκληρο το έργο, είναι η συνειδητή χρήση εκφραστικών τρόπων και σχημάτων της ορθόδο­ξης εκκλησιαστικής παράδοσης. Το γνώρισμα αυτό δεν παραμένει μια ε­ξωτερική ιδιορρυθμία του ποιητή ή έ­να αυθαίρετο γλωσσικό δάνειο, αλλά συνδέεται οργανικά με τις βαθύτε­ρες φλέβες του έργου και της όλης σύνθεσης, τονίζοντας έτσι τον ου­σιαστικό δεσμό που υπάρχει, αιώνες τώρα, ανάμεσα στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.
Επεξεργασμένο σχέδιο αρμονίας και ρυθμού που αποδίδεται με:
– την απόλυτη μεταξύ τους ισομέρεια των στίχων,

– την αρμονική διάταξη των στίχων,

– τις τομές στα ημιστίχια (στο βιβλίο δη­λώνονται με τυπογραφικά στολίδια),

– την κατά τακτά διαστήματα παρεμβολή των πεζών «Αναγνωσμάτων»,

– τις επα­ναλήψεις στιχουργικών μορφών

Ο χωρισμός του «Αξιον Εστί» σε τρεις ενότητες αποκαλύπτει τη θε­ματική διαίρεση της συνθέσεως. Τα τρία μέρη έχουν μίαν αυτοτέλεια, η οποία απηχεί χρόνο διαφορετικής, σε πρώτη σύλληψη και σε πρώτη καταγραφή ,αντιλήψεως
Η συνδετική ιδέα, που ως άξονας ουσιώ­δης συναρθρώνει την όλη σύνθεση, περιέχεται στη φράση: «αυτός ο κό­σμος ο μικρός, ο μέγας». Η φαινομε­νική αυτή αντίφαση αντικαθρεπτίζει την αντίθεση που δημιουργείται στο συνειδέναι του ανθρώπου μεταξύ του ενός (είναι) και των πολλών (γί­γνεσθαι), που δεν είναι παρά μία κατ’ αίσθησιν διάσπαση του ενός σε πολ­λά. Ο ποιητής ρίχνει το φως σ’ ένα συγκεκριμένο άτομο, σ’ ένα συγκε­κριμένο λαό, σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο, για να αφηγηθεί ένα συγκεκρι­μένο δράμα, μιας βαθύτατα ανθρώπινης όσο και ιστορικής οδύνης.
Το πρώτο πρόσωπο είναι ο ποιητής και ο λαός του σε έναν αδιαίρετο ταυτισμό.

Η ΓΕΝΕΣΙΣ

αποσπάσματα:

ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η μουσική
που κινούσα σε ξάγναντο να βγω
(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα
με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)

πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα
και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας
και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ’ ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα
και ομοίωσή μου:

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
«Και πολλά τα λιόδεντρα

που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια

που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό

για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του

και το δέντρο μονάχο του

χωρίς κοπάδι

για να το κάνεις φίλο σου

και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα

για να μην έχεις που ν’ απλώσεις ρίζα

και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός

για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη»

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

«ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΟΝ ανάγκη να τον βλέπεις και να τον λαβαίνεις»
είπε: «Κοίταξε!» Και τα μάτια μου έριξαν τη σπορά
γρηγορότερα τρέχοντας κι από βροχή
τα χιλιάδες απάτητα στρέμματα

Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες
Η σιγή που εκχέρσωνα για ν’ αποθέσω
γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά
Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου

τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το πρόσωπο
άλλα υλακώντας άλλα βγάζοντας τη γλώσσα:

Να το σπαράγγι να ο ριθιός
να το σγουρό περσέμολο
το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι
ο στύφνος και το μάραθο

Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω
«Εύγε» μου είπε «και ανάγνωση γνωρίζεις
και πολλά μέλλει να μάθεις

αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις

Και μια μέρα θα ‘ρθει βοηθούς ν’ αποκτήσεις

Θυμήσου:

τον αγχέμαχο Ζέφυρο
το ερεβοκτόνο ρόδι
τα φλεγόμενα ωκύποδα φιλιά»
Και ο λόγος του χάθηκε σαν ευωδιά

Η ώρα εννιά χτύπησε πέρδικα τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας
αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια
και μικρά και τετράγωνα
με καμάρα λευκή και λουλακί πορτόφυλλο

Κάτω απ’ την κληματαριά

ώρες εκεί ρέμβασα

με μικρά μικρά τιτιβίσματα

κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα:
Να το πιπίνι να το λελέκι
να το γυφτοπούλι
ο νυχτοπάτης και η νερόκοτα

ήταν και ο μπόμπιρας εκεί

και το αλογάκι που λεν της Παναγίας
Η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο

και πάλι δύο οι θάλασσες

και η τρίτη ανάμεσα -λεμονιές κιτριές μανταρινιές-

και ο άλλος μαΐστρος με τ’ απάνω του αψηλό μπογάζι

αλλοιώνοντας τ’ οζόνιο τ’ ουρανού

Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα

η τριβίδα η λεία

τ’ αυτάκια των ανθών

κι ο θαλλός ο αδημονώντας και είναι

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Περιεχόμενο της Γενέσεως είναι η γέννηση του Ενός και συγκεκριμέ­νου ανθρώπου και η δημιουργία του Κόσμου, μέσα στον οποίο θα γίνει ο θαυμαστός συνδυασμός που θα πλά­σει τον ποιητή. Παίρνει τη φυσιογνω­μία ενός τοπίου με συγκεκριμένη ι­θαγένεια· είναι το λίκνο, ο χώρος ο δημιουργικός, που θα διαπλάσει ένα συγκεκριμένο ανάλογο πλάσμα ψυ­χής: τον ποιητή που θα τον εκφράσει. Χωρίς αυτόν δεν υπάρχει ουσιαστικά κόσμος (αρμονία), αλλά μια βουβή ε­κτύλιξη φυσικών φαινομένων.

Η μοίρα του ποιητή (ατομικό) ταυ­τίζεται με τη μοίρα του Έθνους του (γενικό) σε ένα συγκεκριμένο χώρο και σε ένα συγκεκριμένο, άσχετο από τις ιστορικές φάσεις του, χρόνο. Αποστολή της Γενέσεως είναι το μαρτυρικό αγώνισμα, το ατομικό, να εκφράσει το γενικό, το γενικό να προσλάβει το δραματικό μύθο του α­τομικού. Κι έτσι, ο μικρός αυτός κό­σμος να αποκαλύψει την αίγλη του αιωνίου. Ο κόσμος ο μικρός είναι δυνά­μει ο μέγας κόσμος

ΤΑ ΠΑΘΗ

αποσπάσματα:

Α’

Ιδού εγώ λοιπόν
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου·

ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς·

ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ

του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,

γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.

Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα

Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα

παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.

Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω

Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!

Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

Δ’
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι

στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ

το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη

στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα

τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα

την Ισχύ και τη Γνώση.
Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.

Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.

Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μού άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!

Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα

στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!

Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.

Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα

παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα

και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!

γ΄
Μόνος κυβέρνησα *
Μόνος αποίκησα *

Μόνος εκόλπωσα *

Επάνω στον αγρό *

Τάισα τα λουλούδια κίτρινο *

Επυροβόλησα την ερημιά *

Είπα: δε θα ‘ναι η μαχαιριά *

Και είπα: δε θα ‘ναι το Άδικο *

Το χέρι των σεισμών *

Το χέρι των έχτρων *

Μου, εφρένιασαν εχάλασαν *

Μία και δύο *

Προδόθηκα κι απόμεινα *

Πάρθηκα και πατήθηκα *

Το μήνυμα που σήκωνα *

Μόνος απέλπισα *

Μόνος εδάγκωσα *

Μόνος εκίνησα *

Ταξίδι σαν της σάλ *

Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση *

Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό *

Είπα: με μόνο το σπαθί *

Και είπα: με μόνο το Άσπιλο *

Στο πείσμα των σεισμών *

Στο πείσμα των εχτρών *

Μου, ανάντισα κρατήθηκα *

Μία και δύο *

Θεμελίωσα τα σπίτια μου *

Πήρα και στεφανώθηκα *

Το στάρι που ευαγγέλισα *

τη θλίψη μου
τον εγκαταλειμμένο Μάιο

τις ευωδιές

με τις αλκυονίδες

βαυκάλισα τους λόφους

με κόκκινο!

βαθύτερη από την κραυγή

τιμιότερο απ’ το αίμα!

το χέρι των λιμών

το χέρι των δικών

ερήμαξαν αφάνισαν

και τρεις φορές

στον κάμπο μόνος

σαν κάστρο μόνος

τ’ άντεξα μόνος!

το θάνατο

μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα

για το μακρύ

πιγγας μες στους αιθέρες!

το ατσάλι κι η ατιμία

και τ’ άρματα

του κρύου νερού θα παραβγώ

τον νου μου θα χτυπήσω!

στο πείσμα των λιμών

στο πείσμα των δικών

ψυχώθηκα κραταιώθηκα

και τρεις φορές

στη μνήμη μόνος

την άλω μόνος

το ‘δρεψα μόνος

ς’

Ο ποιητής των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου!
Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη

και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα
πάνω στα πόδια του όρους!

Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηίκιος.
Μικρά καράβια στου κάβου το γύρισμα

ξάφνου μπατάρουν και χάνονται.
Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη

απ’ την άλλη μεριά του βυθού.
Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια

στα γένια θλιμμένων αγίων.
Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη

την άλω του πόντου δονούν.
Νηστικοί κατά κει τ’ άδεια μάτια γυρίζουν οί γέροντες

Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά τους επάνω
στον άχραντο ασβέστη φορούν.

Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ
Ποιητής των νεφών και των κυμάτων!

Στον σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ
τα πινέλα μαζί τους και βάφω:

Τα καινούρια σκαριά
τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα!

Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Κανάρη!
Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Μιαούλη!

Βοηθός και σκέπη μας άγια-Μαντώ!

(…)

η΄

Γύρισα τα μάτια. * δάκρυα γιομάτα

κατά το παραθύρι

Και κοιτώντας έξω *

καταχιονισμένα τα δέντρα των κοιλάδων

Αδελφοί μου, είπα *

ως κι αυτά μια μέρα

κι αυτά θα τ’ ατιμάσουν

Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα

τις θηλιές ετοιμάζουν

(…)

ΙΔ’

Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού
και κορίτσια ωραία

με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας

και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε

ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.

Φύγανε
και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας

και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.

Τείχισε τις πλευρές του κόσμου
και από το μέρος τ’ ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις

και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα
τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.

Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού

και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!

Πουλιά το βάρος της καρδίας μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!

Φύγανε φύγανε
ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο

και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.
Φύγανε

και βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο

και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας

εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά, των βράχων τ’ αγάλματα!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ

Είπεν ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες
απόκαμα ν’ απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής
των προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυ-
ριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φο-
ρές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και
μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση
της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ και χωρίς ποί-
μνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα δόντια του γυάλισεν η
αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της, καθώς που
τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.(…)

ι΄

Της αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν

Και χαρές ανίδωτες * με σκιάσανε

Οξειδώθηκα μες στη * νοτιά των ανθρώπων

Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

ΙΗ’

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά

κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.

Γενεές μυρτιάς μ’ αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού

άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντος τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας

αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης

μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.

Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.

Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι.

Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.
Γι’ αυτών τα δόντια η ρώγα που μεθά

στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.
Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματα μου!

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου

αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.

Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:

ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.

Στα Πάθη ισχύει το ίδιο σχήμα· το ατομικό εκφράζει το γενικό, το γενι­κό εντάσσεται στα όρια του ατομι­κού. Ο ποιητής (όχι μόνο σαν στρα­τιώτης αλλά και σαν ανθρώπινη περι­πέτεια) εκφράζει την εποπτεία του λαού του. Ο μύθος των Παθών έχει συγκεκριμένα, βέβαια, χρονικά πλαί­σια, μία «ιστορικότητα» δηλαδή ο Πόλε­μος στην Αλβανία, η Νίκη, η Κατοχή, η Απελευθέρωση. Κι εδώ όμως προ­κύπτει η ίδια αντιστοιχία. Το γενικό εντάσσεται στην ατομική, κατ’ ιδίαν, ζωή του ποιητή και αξιολογείται. Η διάκριση των δύο στοιχείων από την άποψη της θεματικής δομής γίνεται σαφέστερη με το χωρισμό των Πα­θών σε Αναγνώσματα, Ψαλμούς και Άσματα.

Στα πρώτα (πεζά) η ιστορική αφή­γηση (επικό στοιχείο) έχει ως υποκεί­μενο την ανθρώπινη ομάδα (έθνος) και κορυφώνεται σε μία πανανθρώπι­νη ενατένιση (Προφητικόν).

Τα ανα­γνώσματα περιγράφουν γεγονότα, ι­δέες, εξιστορούν ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός (1940-1944).

Στους Ψαλμούς εξαίρεται περισσότερο το ατομικό. Εδώ, αναπέμπεται η εξομο­λόγηση ενός ανθρωπίνου όντος, που η πορεία του βίου του έχει την πα­ράλληλη και συνάλληλη τροχιά της πορείας του έθνους του

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ

Το τρίτο μέρος (Δοξαστικόν) κορυ­φώνεται δοξαστικά η όλη σύνθεση. Παρά τη σαφώς διακρινόμενη αυτοτέλειά του, η ουσιώδης σχέση συνδέ­σεως προς τα προηγούμενα είναι ο δοξαστικός ύμνος του μικρού κό­σμου, που τη Γένεση και τα Πάθη του την τραγούδησε πριν. Δηλαδή, το τρίτο μέρος κορυφώνει δραματουρ­γικά την θρησκευτική και τελετουργική αντίληψη του μυστηρί­ου της ζωής:

Γέννηση – Πάθος,

Θά­νατος – Ανάσταση,

Αθανασία.

Στο μέρος αυτό ο ποιητής μεγαλύνει, δοξάζει τα συγκεκριμένα καθη­μερινά «πράγματα», κυρίως εκείνα που εσφράγισαν αυτό που θα ονόμαζε «ζωή του». «Να ζεις από κοντά, ερω­τικά, ό,τι γεννιέται και ό,τι χάνεται, ό,τι είναι τώρα και δεν θα είναι ύστε­ρα από λίγο, να νιώσεις την εσωτερι­κή λειτουργία αυτής της φαινομενι­κής ροής, είναι μία θέωση κι ένα αιώ­νιο είναι.»

Ο ποιητής ζώντας τις φευ­γαλέες στιγμές της ζωής των πραγ­μάτων συλλαμβάνει κι εκφράζει με α­πόλυτη κατάφαση και με ύφος ανα­στάσιμο αυτό το αιώνιο είναι. Υμνεί την Ελλάδα, την Ποίηση, την Αιωνιό­τητα, προϋποθέτοντας ότι έχει συλ­λάβει μέσα του το μυστήριό τους, εφ’ όσον έζησε γνήσια, δηλαδή κο­ντά στην εσωτάτη σάρκα, στις απο­καλυπτικές «λεπτομέρειες» των πραγμάτων, που περιέχουν το νόημα της ζωής.

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ

αποσπάσματα:

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου

η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα

Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος

οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας
που κρατά το τρικάταρτο σαν να το σώζει

σαν να το κάνει τάμα στους ανέμους
σαν να λέει να τ’ αφήσει και πάλι όχι

Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας
η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο

ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος
τ’ ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο

που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας
οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια

οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι
και του μαύρου καπνού το κηρύκειο

Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου

του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει

Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι
μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο

ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους
η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει
στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια

τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα
ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος

Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα
ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης

οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας
ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία

τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια

(….)

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος
ο από πριν χαμένος εσύ να ‘σαι

Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι
στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι:

ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η Ζωή
Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί

Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας
Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας

Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη
Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη

Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων
Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων

Αυτός η θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει
Αυτός η αόρατη σήραγγα που υπερκερά τον Άδη

Αυτός ο Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται
Αυτός ο Όφις που με τον Στάχυ ενώνεται

Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη
Αυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου
στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου

τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος
το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη

Το λιγάκι που αγγίζοντας αφήνει ο γλάρος
και φωτίζει τα βότσαλα σαν αθωότης

η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου
και το πένθος μηνά του Παραδείσου

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας
αχερούσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα

το καιούμενο ποίημα και ηχείο θανάτου
οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες

(…)

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει

ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει
ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου:

ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη
ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη

Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική
Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική

Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο
Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο

Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία
Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία

Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός
Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός

Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Άνθρωπου
Νυν Νυν το μηδέν

και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!

Η ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗ

Ένα σημαντικό κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη στην «Επιθεώρηση Τέχνης»

«Έχω την εντύπωση, και δεν πιστεύω να κάνω λάθος, ότι η μουσική του «Άξιον Εστί» θα γνωρίσει τις ίδιες α­ντιδράσεις που γνώρισε το ποιητικό έργο, και θα περάσει, λίγο ως πολύ, από τα ίδια στάδια: Δυσφορία στην αρχή από την μετατόπιση σε άλλο χώρο, αμηχανία, αντίδραση στις και­νοτομίες· ύστερα σιγανή αφομοίωση, δειλή συμφιλίωση· τέλος κατανόηση και αγάπη. Το εύχομαι. Επειδή δεν πρόκειται πια εδώ για το ατομικό του έργο ή για το έργο του Μίκη Θεοδω­ράκη. Κανείς από μας δεν είναι τέλει­ος και τα έργα γίνονται βέβαια για ν’ αγαπηθούν ή για να λησμονηθούν, αλλά και για να κριθούν υπεύθυνα. Άλλο ζήτημα αν στον ωραίο μας τόπο αυτό δεν συμβαίνει και τόσο συχνά.

Το έχω πει πολλές φορές και θα το ξαναπώ σήμερα: Το «Αξιον Εστί» εί­ναι ένα αυθύπαρκτο ποιητικό έργο, από την άποψη ότι οι βλέψεις του ό­λες εξαντλούνται μέσα στον λόγο. Το λεκτικό του είναι συχνά εντελώς απρόσφορο στην απλή μελωδία. Τα νοήματά του, υπερτοποθετημένα σε πολλαπλά επίπεδα, είναι δύσκολο ν’ αναπτύσσονται και ν’ αποδίδουν στο χρονικό περιθώριο που τα ακούς. Όπως είναι γνωστό, άλλοι νόμοι διέ­πουν τον γραπτό και άλλοι τον προ­φορικό λόγο. Εν τούτοις, όταν ένας συνθέτης όπως ο Μίκης Θεοδωρά­κης (που έδειξε πόσο ικανός είναι να σηκώνει στους στιβαρούς του ώμους την υπόθεση της μουσικής μας πα­ράδοσης) προσφέρθηκε να το πάρει στα χέρια του, έχοντας απόλυτη συ­ναίσθηση των δυσκολιών που θα είχε ν’ αντιμετωπίσει, όχι μόνο δεν συλ­λογίστηκα ν’ αντιδράσω αλλά χαιρέ­τισα το γεγονός και παραστάθηκα ό­σο γινότανε στην εκκόλαψη και την πραγματοποίηση της προσπάθειάς του.

Τα πρώτα κομμάτια έγιναν, όπως ήτανε φυσικό, από τα πιο πρόσφορα στη μελοποίηση μέρη του βιβλίου. Όταν μου τα έστειλε, είδα πόσο α­λάνθαστα το ένστικτο του συνθέτη μας είχε σταθεί σ’ εκείνες ακριβώς τις ωδές, και σ’ εκείνες τις στροφές από τις ωδές, που έκλειναν τις λιγό­τερο λόγιες εκφράσεις, τις περισσό­τερο προσιτές νοηματικές αλληλου­χίες. Ύστερα, ήρθε, αν δεν κάνω λά­θος, το απόσπασμα από τη «Γένεση». Εκεί ήταν υποχρεωμένος να περιορι­στεί σ’ ένα μικρό μέρος, σε μια σελί­δα μονάχα. Στάθηκε στην πιο αυτο­τελή και στην πιο καίρια.

Η δικαίωση του ιδιαίτερου χαρα­κτήρα που παρουσιάζει η ελληνική φύση, όπως δοκίμασα να τη δώσω, με τις προεκτάσεις της μέσα στον ηθικό κόσμο, δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει καλύτερη αρχή για ένα παρόμοιο έρ­γο. Από κει και πέρα, αν ζήτησα να του υποδείξω κάτι, ήταν να κρατήσει, όσο ήτανε δυνατόν, την αναλογία και τη σειρά διαδοχής, ανάμεσα στα δια­φορετικής υφής κομμάτια που συ­γκροτούν το σύνολο, έτσι που να διατηρηθεί σε μικρογραφία το αρχι­κό αρχιτεκτόνημα. Το επέτυχε και μάλιστα πλάθοντας μια ξεχωριστής υφής μουσική για κάθε αντιπροσω­πευτικό είδος.»


οι βασικοί συντελεστές της πρώτης παράστασης του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ: από αριστερά Θ.Δημήτριεφ, Ο.Ελύτης, Μ.Θεοδωράκης, Μ.Κατράκης Γρ.Μπιθικώτσης

Απαγόρευση

Το «Άξιον Εστί» είχε αρχικά συ­μπεριληφθεί στο πρόγραμμα των εκ­δηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών. Η τότε κυβέρνηση της Ενώσεως Κέ­ντρου επεμβαίνει και απαγορεύει τη συμμετοχή του έργου με το αιτιολο­γικό ότι δεν είναι ανάλογο με τη σο­βαρότητα του Ηρωδείου. Προτείνε­ται ως λύση το Παναθηναϊκό Στάδιο. Ο Μίκης Θεοδωράκης αρνείται. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η ευκαιρία να ανέβει το έργο στο πλαίσιο των ε­ορτών της Διεθνούς Έκθεσης Θεσ­σαλονίκης. Αλλά η ίδια ατυχία ακο­λούθησε το έργο και στη Βόρειο Ελλάδα. Τελικά, το ανέβασμά του πραγματοποιήθηκε στις 19 Οκτωβρί­ου 1964 στο Θέατρο Κοτοπούλη («Ρεξ») σε μια ενθουσιώδη ατμό­σφαιρα από την οποία δεν έλειπε βέ­βαια και η πολιτική χροιά.

Συνεχίζει ο Μίκης Θεοδωρά­κης:

«Με το «Αξιον Εστί» αισθάνομαι ό­τι έφθασα σ’ ένα τέρμα, που συγχρό­νως είναι -πρέπει να είναι- και μια αρχή.

Θ’ αναλογίζεται κανείς γιατί διά­λεξα να μελοποιήσω το ποίημα αυ­τό. Απαντώ: Το «Αξιον Εστί» είναι έ­να ποιητικό έργο που θαρρείς πως όλες οι διανοητικές, αισθητικές, συ­ναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις είχαν ε-στραμμένες τις κεραίες προς την κατεύθυνσή του. Η μουσική του υ­πήρχε μέσα μου. Είχε γεννηθεί στην ψυχή μου από καιρό. Εξέφραζε τα βιώματά μου από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Το ποίημα του Ελύ­τη, έχοντας σαν περιεχόμενο τα γε­γονότα της Αλβανίας, της Αντίστα­σης και του εμφυλίου πολέμου, μου ‘δωσε ότι ήθελα, ό,τι καρτερούσα για να επενδύσω μουσικά τους προ­βληματισμούς και τα βιώματά μου».

Η απαγόρευση, πάντως, της πα­ρουσίασης του «Αξιον Εστί» στο Ηρώδειο, είχε μετά μερικούς μήνες -τον Ιανουάριο του 1965- τη συνέχειά της και ίσως τότε να δόθηκε και το οριστικό τέλος της διαφοράς, με φιλικό βεβαίως τρόπο, αλλά και το δεικτικό ύφος που χαρακτήριζε τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Πρωτοχρονιά λοιπόν του ’65 και ο Θεοδωράκης στέλνει δώρο στον πρωθυπουργό τον δίσκο του «Αξιον Εστί». Από το Καστρί, στις 7.1.1965, έρχεται ιδιοχείρως η απάντηση:

Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Καστρί 7.1.1965

Αγαπητέ μου Θεοδωράκη, Ευχαριστώ για το «Άξιον Εστί», είναι πράγματι «Άξιον», έχεις ΧΑΡΙΣΜΑ. Και είναι κρίμα η παρε­ξήγηση: Τραγουδάς την ελευθε­ρία και οδηγείς στην άρνησή της.

Γεια χαρά στον τραγουδιστή

Γ. Παπανδρέου