Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Φρανσουά Βιγιόν

Φρανσουά Βιγιόν: Ένας «καταραμένος ποιητής» από το Μεσαίωνα


 Γεννήθηκε το 1431 στο Παρίσι, εξαφανίστηκε το 1463. Είναι ο πιο γνωστός Γάλλος ποιητής του τέλους του Μεσαίωνα. (Wikipedia)
Να τι απέγινε ο ποιητής και απατεώνας Φρανσουά Βιγιόν μετά την αμνήστευσή του το 1463:
Για ένα εξάμηνο περιπλανήθηκε στη Νορμανδία. Άλλους έξι μήνες τον φιλοξένησαν γνωστοί του στη Ρουέν. Ανάρρωσε. Μπήκε σε σκέψεις. Αρχές του 1464 εγκαταστάθηκε με ψεύτικο όνομα σ' ένα χωριό κοντά στη θάλασσα, έξω απ' το Ισινί. Εργάστηκε αρχικά στους μηλεώνες, έπειτα, με τα πρώτα χρήματα κι εξασφαλίζοντας την εύνοια του τοπικού εφημέριου, αγόρασε ένα χωράφι, μισό εκτάριο. Καλλιεργούσε σιτάρι και βρόμη. Έμαθε να δουλεύει με τα χέρια. Έκοψε πεύκα, έστησε με σανίδια ένα υποστατικό στη μέση του κτήματος. Κοιμόταν πλάι στα ζώα του. Είχε σκυλιά και γάτες, έτρεφε πρόβατα και γουρούνια. Πρώτα αυτά αγάπησε κι ύστερα τους ανθρώπους.
Από το δεύτερο χρόνο σύχναζε τις Κυριακές στην ταβέρνα. Παίνευε το ντόπιο τυρί και γελούσε μαζί με τους αγρότες. Όταν τον Ιούλιο του 1467 πέρασαν από την περιοχή ο Λουδοβίκος ο Συνετός με τη Μαργαρίτα, προσφέρθηκε να επισκευάσει δωρεάν τη στέγη της εκκλησίας, να μπει η βασίλισσα να κοινωνήσει. Την επόμενη χρονιά πάντρεψε τον ταβερνιάρη. Προσπάθησε τότε, δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί, να συνθέσει για το γάμο μια μπαλάντα. Δεν τα κατάφερε ούτε το ξανατόλμησε.
Το 1469 παντρεύτηκε την ανιψιά του εφημέριου, μια σκυθρωπή δεκαεξάχρονη. Απέκτησαν δυο γιους. Δεν της είπε πώς έζησε πριν γνωριστούν. Ούτε κι αυτή ρώτησε. Τη μέρα έσκυβαν στη δουλειά, το βράδυ δειπνούσαν με τους γείτονες, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Από μήνα σε μήνα εξοικονόμησαν κάποιο μικροποσό. Τον Οκτώβριο του 1474 η γειτόνισσα έπεσε απ' την άμαξα και τ' άλογα της την ποδοπάτησαν. Ο άντρας της πούλησε την περιουσία τους, έφυγε. Ο Βιγιόν δεν είχε πολλά να δώσει αλλά ο χήρος τον προτίμησε, ένεκα η φιλία τόσα χρόνια κι η βιασύνη του να ξεχάσει.
Απ' το Δεκέμβριο του 1474 ως το Μάρτιο του 1475 ο Βιγιόν φρόντισε την ιδιοκτησία του γείτονα. Ενίσχυσε την περίφραξη, ξεχέρσωσε τα χωράφια, τράβηξε νερό για πότισμα. Τον Απρίλιο του 1475 φύτεψε κλήματα. Έβαλε εγγυητή το δικαστή, ξάδελφο του ταβερνιάρη, και δανείστηκε λεφτά. Αγόρασε κι άλλη γη, ύστερα λίγη ακόμα. Ως το 1480 όριζε σαράντα εκτάρια, είχε ξοφλήσει τα χρέη του κι απασχολούσε μια οικογένεια κολίγους. Ήταν έξι άτομα, κοιμούνταν σ' ένα πλίθινο παράσπιτο. Τους πλήρωνε την πρώτη του μηνός. Τον υπάκουαν.
Ο Βιγιόν επέβλεπε με τους γιους του τα πάντα. Το χειμώνα, όταν η δουλειά λιγόστευε, ανοίγονταν οι τρεις τους στη Μάγχη για καλκάνια. Το 1488, ο μικρότερος μαχαιρώθηκε σε καβγά στην Καν. Αυτός έφταιγε, επιτέθηκε μεθυσμένος σ’ ένα σιδερά, αλλά ο δικαστής, σχεδόν συγγενής, έστειλε στη φυλακή τον άλλο. Ο μικρός ψυχορραγούσε για βδομάδες. Από τότε η γυναίκα του κλείστηκε στον εαυτό της. Το ίδιο κι αυτός. Ο μεγάλος γιος παντρεύτηκε και μετοίκησε στο Μπορντό. Έγινε φούρναρης, πλούτισε γρήγορα. Κάθε καλοκαίρι επισκεπτόταν για ένα δεκαπενθήμερο το κτήμα, ανόρεχτα. Στην αρχή ερχόταν μόνο με τη γυναίκα του, έπειτα και με την κόρη του. Ο Βιγιόν παράγγειλε σ1 ένα ζωγράφο απ' το Μπα-γιό το πορτρέτο της εγγονής του. Σκάλισε ο ίδιος μια κορνίζα όλο μαιάνδρους, κρέμασε τον πίνακα στην τραπεζαρία. Με τον καιρό ο γιος του προφασίστηκε υποχρεώσεις. Δεν ξανάρθε. Το τελευταίο γράμμα ο Βιγιόν το έλαβε στις αρχές του 1496. Έκτοτε δυο φορές ξεκίνησε να τον βρει, αλλά ο γιατρός τον αποθάρρυνε. Η ηλικία, του 'πε.
Τον Ιούνιο του 1501 πυρκαγιά -δεν αποδείχτηκε ότι την έβαλε ο πατέρας του φονιά- κατέκαψε την αποθήκη και τους στάβλους. Όλη νύχτα ο Βιγιόν άκουγε τα ζώα του παγιδευμένα να φωνάζουν. Η γυναίκα του βγήκε απ' τη σιωπή της μόνο για να τον συγκρατήσει, να μην εκδικηθεί. Έχτισε τα πάντα από την αρχή. Καινούργια σκεπή. Καινούργιο βουστάσιο. Πήρε νέα άλογα, τα καλύτερα, τ' ακριβότερα. Το 1503 η γυναίκα του, στεγνή μέσα της για δεκαπέντε χρόνια, έπεσε στο πηγάδι. Ο Βιγιόν δωροδόκησε το γιατρό να πει ότι ήταν ατύχημα.
Το Σεπτέμβριο του 1505, στον τρύγο, η καρδιά του τρεμόπαιξε σαν μακρινό αστέρι. Τον βρήκε ο επιστάτης μπρούμυτα, λιπόθυμο στο πατητήρι. Ως εδώ, είπε. Το Δεκέμβριο συνέταξε τη διαθήκη του -την τρίτη, την οριστική, την πρώτη σε λόγο πεζό. Άφησε τη μισή του γη στους κολίγους, τα υπόλοιπα στην εγγονή του.
Έζησε μόνος άλλη μια δεκαετία. Στα τελευταία ζήτησε να μάθει φλάουτο. Έφτιαξε ένα κι έπαιζε στα σκυλιά του. Πέθανε τον Μάρτιο του 1515, ένα πρωί που βγήκε αξημέρωτα στον κήπο να σκάψει τα κρεμμύδια.
Πολύ πριν τον Ρεμπώ, τον Βερλαίν και τον Μπωντλαίρ, γεννήθηκε στο Παρίσι, το 1431, ο Φρανσουά Βιγιόν. Απόφοιτος του Πανεπιστημίου των Παρισιών και δις καταδικασμένος σε εξορία, πρώτα για τη δολοφονία ενός κληρικού (για την οποία συγχωρέθηκε με βασιλική παρέμβαση) και ύστερα για τη διάρρηξη ενός κολεγίου, ο Φρανσουά Βιγιόν είναι ο πρώτος από τους «καταραμένους ποιητές», τόσο λόγω της θεματολογίας των ποιημάτων του, όσο και χάρη στον «μποέμ» τρόπο ζωής του. Ο Βιγιόν έγινε ληστής και μπήκε στη φυλακή τουλάχιστον τρεις φορές, μία εκ των οποίων καταδικασμένος σε θάνατο, μόνο για να αφεθεί ύστερα ελεύθερος, μετά από παρεμβάσεις της αριστοκρατίας. Σήμερα, θυμόμαστε τον ποιητή για τα δύο μεγάλα έργα του, τη «Μικρή» (1456) και τη «Μεγάλη Διαθήκη» (1461), αλλά και τις μπαλάντες του, που συμπεριλαμβάνονται σε αυτά.
Η «Μικρή Διαθήκη» ολοκληρώθηκε κατά την περίοδο της πρώτης εξορίας του Βιγιόν από το Παρίσι και σε εκείνη κληροδοτεί, μεταξύ άλλων, τα μαλλιά του στον κουρέα του, το μισογκρεμισμένο πύργο που έχει κάνει άντρο του στους συντρόφους του και το ενεχυριασμένο σπαθί του στο γραμματέα του κακουργοδικείου. Είναι ένα σατυρικό ποίημα, χωρίς μεγάλες βλέψεις, όμως, μας δείχνει ήδη ένα Παρίσι, που όχι μόνο έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης μεγαλούπολης, αλλά παρουσιάζει ήδη σημαντικά σημάδια σήψης. Από εκεί θα πρέπει να εμπνεύστηκε και ο Βίκτωρας Ουγκώ την Αυλή των Θαυμάτων που περιγράφει στο έργο του, «Η Παναγία των Παρισίων» (1831).
Η «Μεγάλη Διαθήκη» γράφτηκε στη φυλακή, όπου ο Φρανσουά Βιγιόν βρέθηκε με διαταγή του επισκόπου της Ορλεάνης. Το έργο διέπεται, εκτός από τον κυνισμό του Βιγιόν και από μια απέραντη θλίψη. Ο ποιητής μιλάει για τις χαρές του παρελθόντος στα καπηλειά με νοσταλγία και θρηνεί για το εφήμερο της ζωής. Ο Βιγιόν μοιάζει στα τριάντα του χρόνια να συλλογίζεται το θάνατο και παρότι φαίνεται να έχει σαρκαστική διάθεση όταν μιλάει για τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του (οι περισσότερες από τις οποίες ήταν μάλλον πόρνες), η διαθήκη αυτή είναι γραμμένη με ιδιαίτερη ειλικρίνεια.
Ο Βιγιόν ελευθερώθηκε ξανά από τη φυλακή το 1461 και τελικά φυλακίστηκε και πάλι ένα χρόνο αργότερα για συμμετοχή σε συμπλοκή, αυτή τη φορά καταδικασμένος σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Τότε συνθέτει την πασίγνωστη «Μπαλάντα των κρεμασμένων», στην οποία επικαλείται τον οίκτο των συνανθρώπων του και παρακαλεί το Θεό να συγχωρέσει εκείνον και τους άλλους θανατοποινίτες. Ο Βιγιόν, τελικά, γλίτωσε την αγχόνη και η ποινή του μετατράπηκε σε δεκαετή εξορία από το Παρίσι.
«Η άκρη του τραπεζιού» (1872), του Ανρί Φαντέν-Λατούρ. Ο Αρθούρος Ρεμπώ δίκαια ονόμασε τον Φρανσουά Βιγιόν «γενάρχη» των «καταραμένων ποιητών». Χωρίς αυτόν, ίσως να μην είχαν συντεθεί ποτέ ποιήματα όπως τα «Άνθη του Κακού» (1857) ή το «Μια Εποχή στην Κόλαση» (1873). Ο Βιγιόν αποτελεί ημι-μυθική φιγούρα στην ιστορία της λογοτεχνίας και το έργο του διαθέτει μια φρεσκάδα που διατηρείται μέχρι και σήμερα.