Ὁ Καρυωτάκης καί ἡ γενεά τοῦ 30
- Στοχασμοί γιά τήν ὑπέρβαση ἑνός ἀνωφελοῦς ἐμφυλίου
Τό κλασικό πλέον βιβλίο τοῦ Mario Vitti για τήν γενιά τοῦ 30. Παρά τίς ἐμφανεῖς προτιμήσεις τοῦ συγγραφέα του, ὁ Καρυωτάκης εἶναι παρών σχεδόν στην κάθε σελίδα, εἴτε ὡς ἐπιρροή, εἴτε ὡς παράδειγμα προς ἀποφυγή…
Ἡ γενεά τοῦ 30 ἀπέναντι στόν Καρυωτάκη, ὁ μῦθος πίσω ἀπό μία ἀλήθεια
Ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς μέ τίς ἐντελῶς ἄστοχες κρίσεις του γιά Καβάφη καί Καρυωτάκη, (παρά το ὅτι, κατά ὁμολογία τοῦ ἰδίου, ἀγνοεί παντελῶς τά ποιητικά), μπορεῖ νά θεωρηθεῖ μία ἀπό τίς σημαντικότερες φωνές πού βοήθησε στήν δημιουργία ἑνός λογοτεχνικοῦ ἐμφυλίου ἀνάμεσα σέ δύο γενεές…
Ἀπό τα πυρά τοῦ Θεοτοκᾶ δέν γλύτωσε οὔτε ὁ Βάρναλης. Οἱ κριτικές γιά τό ἔργο του εἶναι ὀξύτατες…
«Μακάριοι εἴταν αὐτοί πού ᾖρθαν ἐκεῖ στά 1930 ν’ ἀντικρύσουν, νά διασύρουν μέ τήν εὔκολη κριτική τους, τή δική μας ἀρητόρευτη κοσμοθεωρία. Ἔρχονταν πίσω μέ τά καράβια τοῦ ἐξωτερικοῦ, στιλβωμένοι, ἀτσαλάκωτοι, καί εἴταν μεγαλοαστοί: Δέν εἶχαν ποτέ τούς ἀντικρύσει κανένα βιοτικό πρόβλημα· εἶχαν φιλοδοξίες, ἀξιώσεις, χωρίς νά ἔχουν θητεία. Μᾶς κατηγόρησαν γιά ἐπαρχιακή μεμψιμοιρία καί πεισιθάνατη κατήφεια ἐπειδή εἴταν ἀνύποπτοι καί ἐπειδή ὅλα τούς ἔταζαν πώς θά περάσουν τή ζωή τους ἁβρόχοις ποσί. Θυμᾶμαι τήν ἀγανάκτησή μας. Ἔφερναν μιά αἰσιοδοξία διατεταγμένη, μίαν ἰδεολογία ἀνέξοδη, ἕναν ἐθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σ’ ἐμᾶς, πού ξενυχτούσαμε, χρόνια πρίν στούς δρόμους μέ στίχους τοῦ Καρυωτάκη στά χείλη μας, ἡ ἐμφάνιση αὐτή ἔκανε ἐντύπωση βλάδφημη. Ἀλλά τήν ἱστορία τήν γράφουν οἱ νικητές καί νικητές εἶναι οἱ ἐπιζῶντες. Ποιός εἶχε περισσότερες πιθανότητες νά ἐπιζήσει: οἱ ταλαιπωρημένοι ἤ οἱ ἀνέπαφοι;» (Ἀναδημοσιεύεται ἀπό «Τό Βῆμα» τῆς 18 Ἰανουαρίου 1967, στήν Νέα Ἑστία, ΜΑ, τ.950, 1/2/1967).
Πρόκειται γιά μία «κατάθεση κλίματος» πολύ σημαντική, ἰδιαίτερα ὅταν προέρχεται ἀπό ἕναν βασικό πεζογράφο τῆς γενεᾶς τοῦ 30 καί μάλιστα μεγαλοαστικῆς καταγωγῆς. Στήν πραγματικότητα βεβαίως τό ἄρθρο δέν ἐπιχειρεῖ τήν ποινικοποίηση τῆς καταγωγῆς στήν ποίηση, ἐπισημαίνει ὅμως ἐλαττώματα ὀπτικῆςἀπέναντι στήν πραγματικότητα πού ἐπιφέρουν ἀνάλογα ποιητικά ἀποτελέσματα. Προσέξτε τήν φράση «αἰσιοδοξία διατεταγμένη», ἀντίληψη πού σήμερα εἶναι κυρίαρχη. Ἐκτός ἀπό τά δεκάδες σημαντικά πού ἐννοεῖ καί ὑπονοεῖ τό κείμενο, (κάποια στιγμή ἀξίζει μιά χωριστή ἀναφορά), ἐκεῖνο πού ἀβίαστα φέρνει μπροστά εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη πρωτίστως βέβαια στήν γενιά του, ἀλλά φυσικά καί σέ ὅσους ἀκολούθησαν. Ἀπό τήν ἐπιρροή αὐτή ἐλάχιστοι ἑξαιροῦνται καί πάντως ὄχι οἱ περισσότεροι ἀπό τήν γενεά τοῦ 30.
Οἱ ἐπιρροές καί οἱ ἀντιθέσεις
Τό πρόβλημα μέ τόν Καρυωτάκη εἶναι σχεδόν ἴδιο μέ ἐκεῖνο πού συναντοῦμε στούς περισσότερους ἐσωστρεφεῖς καί στοχαστικούς ἀνθρώπους, δέν μποροῦμε δηλαδή νά ἔχουμε μία αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς ματιᾶς τους στόν κόσμο, μία κατάδυση στά μύχια τῆς σκέψης τους καί τῶν συναισθημάτων πού τούς κατακλύζουν. Ἀκόμη καί σήμερα, κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντλήσει εἰκόνα συνόλου γιά τόν Καρυωτάκη, μόνο θραύσματα ὑποθέσεων, ἀποσπασματικές σκηνές ἀπό τήν ζωή του, γνῶμες πού ἐλέγχονται γιά τήν αὐθεντικότητά τους, ἀκόμη καί στενῶν του φίλων, (ὅπως τοῦ ἀμφιλεγόμενου σέ ὅσα καταθέτει Χαρίλαου Σακελλαριάδη). Εἶναι σάν νά ἀναβοσβήνουν κάποια φωτάκια μέσα στό ἀπόλυτο σκοτάδι καί ἀπό ἐκεῖνα πού ἀσθενικά καί στιγμιαία φωτίζονται νά πρέπει νά σχηματίσωμε γνώμη συνολική γιά τόν χῶρο πού πατοῦμε καί ἐρευνοῦμε. Μέ ἄλλα λόγια μία πορεία στό ἡμίφως, οὔτε καν σ’ αὐτό. Οἱ μόνοι μας ὁδηγοί εἶναι τοῦτες οἱ μισοσκότεινες σκηνές τοῦ βίου του, τά στοιχεῖα πού παίρνωμε ἀπό βιογράφους καί κριτικούς του καί βεβαίως ἡ ἴδια ἡ ποίησή του. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ ἀναφορές εἶναι πολλές καί ἀντιφατικές, ἅς παραμερίσουμε ἐκεῖνα τά ἀσήμαντα καί ἅς σκεφθοῦμε ἐπάνω στά βαθύτερα, τά πιό ἀπαιτητικά καί δύσκολα.
Ἐπιχείρησαν πολλοί, εἴτε νά φέρουν τόν Καρυωτάκη στά μέτρα τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἰδεολογίας, εἴτε νά μεταφράσουν τό ἔργο του μέσα ἀπό τό μάτι μιᾶς κλειδαρότρυπας. Ὅμως ὁ Καρυωτάκης καί οἱ στίχοι του δέν ἑρμηνεύονται μέ τήν ἐρωτική του συμπεριφορά, τίς περιπέτειες τῆς ὑγείας του ἤ τίς διώξεις καί τίς δυσμενεῖς μεταθέσεις. Ὅλα τοῦτα τά βιωματικά, (ἀληθινά ἤ ψευδῆ), δέν φωτίζουν, δέν πείθουν ὡς πυροδοτήσεις ἤ αἰτίες συμπεριφορᾶς καί γραφῆς. Ἐκεῖνο πού κατακυριεύει τόν Καρυωτάκη, (ἀπό τά παιδικά του χρόνια σχεδόν ἕως καί τό τέλος), εἶναι ἡ ἀδιαμεσολάβητη θέαση (καί συναίσθηση) τῆς πραγματικότητας καί τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνο πού τόν κατακλύζει σταδιακά, ἐκεῖνο πού τόν στοιχειώνει καί δέν τοῦ ἀφήνει δρόμο ἐπιστροφῆς σέ μία κανονικότητα, εἶναι πώς ἀκριβῶς ἀρνεῖται νά συμβιβαστεῖ ἤ νά ὡραιοποιήσει συμπεριφορές πού σχηματίστηκαν ὡς ρηχά ἀντίδοτα στήν θνητότητα. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ Καρυωτάκη, ὅλη του ἡ σκέψη μά καί ἡ ποίησή του, εἶναι μία διαρκής (καί a priori καταδικασμένη) προσπάθεια νά εὕρει τό γνήσιο ἀντίδοτο στό μοιραῖο τέλος, ἕναν τρόπο ζωῆς καί στοχασμοῦ, ὄχι γιά νά ξεγελάσει τόν θάνατο καί τήν ματαιότητα, ἀλλά γιά νά γαληνέψει μαζί του, νά συμβιβαστεῖ μέ τήν ἀπολυτότητά του.
Τήν ὥρα πού οἱ τρίτοι βλέπουν στόν Καρυωτάκη ἕνα παιδάκι πρόωρα γερασμένο, ἀγνοοῦν ὅτι οἱ ρυτίδες καί τό μισό χαμόγελο στό πρόσωπό του, πού τόσο εὔστοχα διακρίνει ὁ Ἄγρας σέ κάποια συνάντηση μαζί του, εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀδιάκοπης μάχης, εἶναι ὁ προάγγελος μιᾶς ἥττας, μιᾶς καταστροφῆς. Ἡ κατάθλιψη τοῦ Καρυωτάκη εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς σύγκρισης τοῦ σημαντικοῦ μέ τό ἀσήμαντο, τοῦ γνήσιου μέ τό κίβδηλο, τοῦ συμβιβασμοῦ μέ τό ἀπόλυτο τοῦ ὀνείρου. Κάθε τί πού περιβάλλει τόν Καρυωτάκη εἶναι καί μιά διαρκής ὑπενθύμιση τῆς γελοιότητας τῶν ἀνθρώπων ὅταν προσπαθοῦν νά ὑπερνικήσουν τόν φόβο τοῦ θανάτου μέ ἀσημαντότητες, κάθε κίνηση πού προσπαθεῖ νά κάμει γιά νά φανεῖ κι αὐτός κανονικός ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, προσκρούει σέ μιά καρικατούρα ὕπαρξης ἤ μία πραγματικότητα πού δείχνει ἀνίκητη – ἀπό τόν κύριο Νομάρχη ἕως τήν κρατική γραφειοκρατία, τίς πληκτικές κυρίες τῶν ἐπαρχιῶν καί τῶν Ἀθηναϊκῶν σαλονιῶν, τήν φτώχεια καί τήν μιζέρια τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, τήν προσφυγιά, τήν ἀντιπνευματικότητα μιᾶς κοινωνίας, τήν ἀνοησία τῶν ὁμοτέχνων, τόν πληρωμένο (μέ κάθε τρόπο) ἔρωτα, τήν ἀναλγησία τῆς πολιτικῆς, τίς γλοιώδεις συμπεριφορές ἀπέναντι στήν ἐξουσία. Γιά ὅλους τους ὑπόλοιπους, (ἐμᾶς ὅλους), ἀπέναντι σ’ αὐτές τίς ἀνυπόφορες πραγματικότητες λειτουργεῖ τό ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης – συμβιβασμοί, ὑπακοή, σιωπή, ψεύτικα χαμόγελα, ψεύτικα λόγια, μεταμφιέσεις προσώπου καί χαρακτῆρα, ἐν τέλει προσαρμογή. Ὄχι γιά τόν Καρυωτάκη, ὄχι γιά ἐκεῖνον πού δέν ἠμπορεῖ ν’ ἀνθέξει μία τόσο ἀφύσικη καί ἐπώδυνη μεταλλαγή τῆς συνείδησής του. Ἐκεῖνος πονᾶ μέ κάθε ἀνάγκη συμβιβασμοῦ καί πονᾶ μέ πόνο σωματικό. Ὅλη του ἡ ὕπαρξη ἐπιζητᾶ γνησιότητα ἀπόλυτη, θά κάμει ἀρκετές προσπάθειες νά τήν εὕρει σέ ἐρωτικές συνευρέσεις, συναναστροφές μέ ποιητές καί εὔθραυστες ποιητικές ὑπάρξεις, συζητήσεις λιγοστές μέ ἀξιόλογους ὁμοτέχνους. Θά προσφύγει στό ὕστατο καταφύγιο, τήν ποίηση, τελευταία προσπάθεια νά ἐντοπίσει ἐκεῖ το γνήσιο, τό ἀπόλυτο, τό μαγευτικό, τήν ἀπόδραση ἀπό τό κοστοῦμι πού τόν πονᾶ καί τόν ἐξοντώνει. Ἡ μόνη τρυφεράδα πού συναντᾶ κανείς στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη (καί πάλι εὔστοχα το ἐντοπίζει ὁ Ἄγρας) εἶναι ἐκείνη πού ἀφορᾶ παιδιά, τρυφερές ἡλικίες πού δέν ἔχουν ἀκόμη ἀπωλέσει τήν παρθενική ματιά. Δέν εἶναι ἀρκετό, δέν ἐπαρκεῖ, ὁ Καρυωτάκης ἔχει περάσει τά ὅρια ἀντοχῆς, τό μόνο ἀπόλυτο πού δέν ἔχει ἀκόμη ἀναζητήσει εἶναι τό μηδέν καί τό ἄπειρο, ὁ θάνατος ὁ ἴδιος. Ἡ σφαῖρα τῆς Πρέβεζας εἶναι ἡ παραδοχή μιᾶς ἥττας, ἀλλά καί ἡ ἀπόδραση ἑνός πνεύματος ἀναρχικοῦ, ἀνίκανου νά προσαρμοστεῖ σέ μία μεταμφίεση. Γιά τόν Καρυωτάκη ἡ σφαῖρα αὐτή ἔγραψε ἕναν ἐπίλογο σ’ ἕνα βασανιστήριο. Γιά τήν νεότερη ποίησή μας ἔγραψε ἕναν πρόλογο πού ἀκόμη καί σήμερα ἀρνούμεθα νά μελετήσουμε ἐπαρκῶς γιατί φοβόμαστε τήν ἄβυσσο πού καραδοκεῖ καί ἀποζητᾶ τήν πιό δημιουργική, τήν πιό θυσιαστική πλευρά τῆς συνείδησής μας. Ξορκίζουμε τόν Καρυωτάκη, γιατί ἡ ἀποδοχή του θά μᾶς ὑποχρεώσει ν’ ἀντικρύσουμε τό πρόσωπο καί νά πετάξουμε τό προσωπεῖο. Καί γιά τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς αὐτή ἡ ἐπιλογή ἔχει ἕνα τίμημα τεράστιο, ἐπιφέρει μιά ἀγωνία δημιουργίας πού δέν μποροῦμε καί δέν ξέρουμε νά διαχειριστοῦμε.
Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀλέξη Μινωτῆ γιά τόν συμμαθητή του Κώστα Καρυωτάκη. Ὅταν τυχαῖα γεγονότα ἀνακατευθύνουν μία συνείδηση καί καθορίζουν τήν στάση της στό μέλλον… (περιοδικό «Λέξη»)
Ἅς δοῦμε λοιπόν ἐνδεικτικά τόν Σεφέρη καί τό «Μυθιστόρημα» πού δημοσιεύεται νομίζω στά 1935, ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν Πρέβεζα εἶναι πολύ μικρή, εἶναι ἀκόμη μεσοπόλεμος. Ἐδῶ δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ τεχνοτροπία, (ὁπωσδήποτε νεωτερική καί ἀνανεωτική τοῦ στίχου), ἀλλά τό περιεχόμενο, ἡ ποιητική θέση μέσα στήν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς.
Λοιπόν, θά κοπιάσει πολύ ὅποιος ἀναζητήσει στό «Μυθιστόρημα» μία ἔστω καί ἀμυδρή ριπή αἰσιοδοξίας, ἕνα φῶς, μία ἔστω καί ἐν δυνάμει ἐλπίδα. Ἅς δοῦμε προσεκτικά ὁρισμένες στροφές… (ἀπό τήν ἔκδοση «Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα», Ἴκαρος, 1989.
…………………………
Τόν ἄγγελο
τόν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τά πεῦκα τό γιαλό καί τ’ ἄστρα.
Σμίγοντας τήν κόψη τ΄ἀλετριοῦ
ἤ τοῦ καραβιοῦ τήν καρένα
ψάχναμε νά βροῦμε πάλι τό πρῶτο σπέρμα
γιά νά ξαναρχίσει τό πανάρχαιο δρᾶμα.
Γυρίσαμε στά σπίτια μας τσακισμένοι
μ΄ἀνήμπορα μέλη, μέ τό στόμα ρημαγμένο
ἀπό τή γέψη τῆς σκουριᾶς καί τῆς ἁρμύρας.
Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά τό βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σέ καταχνιές ἀπό τ΄ἄσπιλα φτερά τῶν κύκνων πού μᾶς πληγῶναν.
Τίς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατός ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
τά καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στήν ἀγωνία τῆς μέρας πού δέν μποροῦσε νά ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αὐτά τ΄ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.
……………………………………………
Ποιός θά σηκώσει τή θλίψη τούτη ἀπ΄τήν καρδιά μας;
Χτές βράδυ μία νεροποντή καί σήμερα
βαραίνει πάλι ὁ σκεπασμένος οὐρανός. Οἱ στοχασμοί μας
σάν τίς πευκοβελόνες τῆς χτεσινῆς νεροποντῆς
στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας μαζεμένοι κι ἄχρηστοι
θέλουν νά χτίσουν ἕναν πύργο που γκρεμίζει.
Μέσα σέ τοῦτα τά χωριά τ΄ἀποδεκατισμένα
πάνω σ’ αὐτό τόν κάβο, ξέσκεπο στό νοτιά
μέ τή βουνοσειρά μπροστά μας πού σέ κρύβει,
ποιός θά μᾶς λογαριάσει τήν ἀπόφαση τῆς λησμονιᾶς;
Ποιός θά δεχτεῖ τήν προσφορά μας, στό τέλος αὐτό τοῦ φθινοπώρου.
………………………………………………
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνά
πού ἔχουν σκεπή τό χαμηλό οὐρανό μέρα καί νύχτα.
Δέν ἔχουμε ποτάμια δέν ἔχουμε πηγάδια δέν ἔχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές, πού ἠχοῦν καί πού τίς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος μέ τή μοναξιά μας
ἴδιος μέ τήν ἀγάπη μας, ἴδιος μέ τά σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο πού κάποτε μπορέσαμε νά χτίσουμε
τά σπίτια τά καλύβια καί τίς στάνες μας.
Κι οἱ γάμοι μας, τά δροσερά στεφάνια καί τά δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιά τήν ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τά παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τόν κλείνουν
οἱ δυό μαῦρες Συμπληγάδες. Στά λιμάνια
τήν Κυριακή σάν κατεβοῦμε ν΄ἀνασάνουμε
βλέπουμε νά φωτίζουνται στό ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπό ταξίδια πού δέν τέλειωσαν
σώματα πού δέν ξέρουν πιά πῶς ν΄ἀγαπήσουν.
Μία ἀπό τίς ἀναφορές τοῦ Σεφέρη στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη. Ἀπό τήν ἀλληλογραφία του (στο Λονδίνο) με τόν Γιῶργο Κατσίμπαλη (στήν Ἑλλάδα…).
Ὁ Ὀδυσσέας Ἑλύτης εἶναι μία ξεχωριστή περίπτωση μέσα στήν λεγόμενη γενιά τοῦ 30, αύτός ἔρχεται ἀπό ἕναν δρόμο ἐντελῶς δικό του, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Καρυωτάκης…
Ὁ Καρυωτάκης δέν διαθέτει ἁπλῶς τήν δύναμη μιᾶς φλόγας, ἔχει καί τήν ταχύτητά της ὅταν κατακαίει τά πάντα γύρω της. Γι’ αὐτό καί στήν ποίησή του ἀποτυπώνεται μιά βιασύνη, μία ἀδιαφορία γιά τήν φόρμα, μιά ἀγωνία νά προλάβει πρίν ἔλθει τό τέλος. Γιά τόν Καρυωτάκη ὁ ἐπίμονος στοχασμός, ἡ ἐξαντλητική ἐπεξεργασία τοῦ στίχου, ἡ θεατρικότητά του, ὅλα τοῦτα εἶναι ἄγνωστα καί σχεδόν πολυτέλειες ἀχρείαστες. Ἡ γραφή του εἶναι πυρετική, δέν ἐπιστρέφει σ’ αὐτήν γιά πολύχρονες διορθώσεις, δέν ἀναιρεῖ καί δέν ἀποκηρύσσει, δέν τόν ἐνδιαφέρουν οἱ παρακαταθῆκες καί οἱ δημόσιες σχέσεις. Ἡ ποίησή του ἔχει τήν καθαρότητα καί τήν μοναξιά μιᾶς φλόγας, σχεδόν τήν μοναξιά ἑνός παραληρήματος.
Ὁ ἄσκοπος ἐμφύλιος των γενεῶν
Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, πρωταγωνιστής στήν περιβόητη διαμάχη τοῦ 1947, τήν ὁποία ἄλλωστε αύτός πυροδότησε. Ἐν μέρει δικαιολογημένα…
Αὐτά συμβαίνουν ὅταν ἡ συγκυρία παρεισφρέει στήν ποίηση καί τήν ἀναγκάζει νά ὑπηρετήσει ἰδεοληψίες καί προκαταλήψεις. Ὅταν ἡ μικροαστική τάξη ξεκινᾶ ν’ ἀνεβαίνει στήν Ἑλλάδα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕναν Ἐλύτη, ἕναν Ἐγγονόπουλο καί ἕναν Ρίτσο, δέν θέλει νά θυμᾶται Μικρασιατική καταστροφή, φτώχεια, μιζέρια, προσφυγιά καί κρατική βία. Αὐτή ἡ τάση γιά ἄνοδο καί αἰσιοδοξία, γιγαντώθηκε μεταπολεμικά, καί μάλιστα μετά ἀπό ἕναν αἱματηρό ἐμφύλιο μέ ἀνεπούλωτες πληγές γιά πολλά χρόνια. Τόν Καρυωτάκη τόν ἀπώθησε ἡ ἴδια ἡ ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἡ ποίησή του ἦταν ἀνασταλτική αὐτῆς τῆς πορείας. Κανείς δέν θέλει ν’ ἀποδεχθεῖ πώς ὅσα ὁ ποιητής καταγγέλλει ἰσχύουν ἀναλλοίωτα καί σήμερα καί γι’ αὐτό θά δεῖτε ὅτι καί στήν ἐκπαίδευση, ποιήματα ὅπως ἡ «Πρέβεζα» ἑρμηνεύονται μέ ὅρους συγκυρίας – φταίει ἡ πόλη πού τότε ἦταν μέσα στήν μιζέρια, φταίει ἡ δυσμενής μετάθεση, φταίει ἡ Μικρασιατική καταστροφή. Περιορίζουν τίς πυροδοτήσεις τοῦ Καρυωτάκη μοναχά στήν ἐποχή του, ξορκίζουν τήν ποίησή του ἀπό τό Τώρα. Ἐάν ὁ Καρυωτάκης στάθηκε θῦμα τοῦ μικροαστισμοῦ, ἄλλο τόσο «θῦμα» ἔπεσε ὁ Ἐλύτης, ὁ Σεφέρης καί ἀρκετοί ἀκόμη ἀπό τήν λεγόμενη γενεά τοῦ 30. Τόν Καρυωτάκη μπορεῖ νά τόν ἀφόπλισαν καί νά τόν ἀπωθοῦν ὅλο καί περισσότερο στήν λήθη ὡς μία ἀσθενική φιγούρα μέ ἄρρωστη ἰδιοσυγκρασία, ἀλλά ἡ μεταχείριση καί στούς ὑπόλοιπους δέν ἦταν καλύτερη. Ἀπό τόν Ἐλύτη κράτησαν τούς πιό ἄνοστους, τούς πιό κοινότοπους στίχους του, ἀπό τόν Σεφέρη ξέχασαν τά καλύτερα, τόν Παπατζώνη τόν ἔθαψαν ὅσο βαθύτερα μποροῦσαν καί τόν Καβάφη τόν ἀφυδάτωσαν σέ σχολικές ἐπετείους.
Τὀ ἐξαιρετικά σφοδρό κείμενο τοῦ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου πού πυροδότησε τήν ἀντιπαράθεση τοῦ 1947. Ὁ χαρακτηρισμός «Βούδας» ἀποδίδεται στόν Γιῶργο Σεφέρη, ἐνῶ πρωτεργάτες τῆς «κλίκας» ὑπονοοῦνται οἱ Κατσίμπαλης καί Καραντώνης…
Ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος ἐπανῆλθε μέ δεύτερο ἄρθρο στήν «Νέα Ἑστία» γιά να ἀνταπαντήσει στόν Καραντώνη. Ἡ κατακλεῖδα τοῦ κειμένου εἶναι χαρακτηριστική καί κατά ἕναν τρόπο διαχρονική…
Αὐτά συμβαίνουν ὅταν ἡ συγκυρία παρεισφρέει στήν ποίηση καί τήν ἀναγκάζει νά ὑπηρετήσει ἰδεοληψίες καί προκαταλήψεις. Ὅταν ἡ μικροαστική τάξη ξεκινᾶ ν’ ἀνεβαίνει στήν Ἑλλάδα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕναν Ἐλύτη, ἕναν Ἐγγονόπουλο καί ἕναν Ρίτσο, δέν θέλει νά θυμᾶται Μικρασιατική καταστροφή, φτώχεια, μιζέρια, προσφυγιά καί κρατική βία. Αὐτή ἡ τάση γιά ἄνοδο καί αἰσιοδοξία, γιγαντώθηκε μεταπολεμικά, καί μάλιστα μετά ἀπό ἕναν αἱματηρό ἐμφύλιο μέ ἀνεπούλωτες πληγές γιά πολλά χρόνια. Τόν Καρυωτάκη τόν ἀπώθησε ἡ ἴδια ἡ ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἡ ποίησή του ἦταν ἀνασταλτική αὐτῆς τῆς πορείας. Κανείς δέν θέλει ν’ ἀποδεχθεῖ πώς ὅσα ὁ ποιητής καταγγέλλει ἰσχύουν ἀναλλοίωτα καί σήμερα καί γι’ αὐτό θά δεῖτε ὅτι καί στήν ἐκπαίδευση, ποιήματα ὅπως ἡ «Πρέβεζα» ἑρμηνεύονται μέ ὅρους συγκυρίας – φταίει ἡ πόλη πού τότε ἦταν μέσα στήν μιζέρια, φταίει ἡ δυσμενής μετάθεση, φταίει ἡ Μικρασιατική καταστροφή. Περιορίζουν τίς πυροδοτήσεις τοῦ Καρυωτάκη μοναχά στήν ἐποχή του, ξορκίζουν τήν ποίησή του ἀπό τό Τώρα. Ἐάν ὁ Καρυωτάκης στάθηκε θῦμα τοῦ μικροαστισμοῦ, ἄλλο τόσο «θῦμα» ἔπεσε ὁ Ἐλύτης, ὁ Σεφέρης καί ἀρκετοί ἀκόμη ἀπό τήν λεγόμενη γενεά τοῦ 30. Τόν Καρυωτάκη μπορεῖ νά τόν ἀφόπλισαν καί νά τόν ἀπωθοῦν ὅλο καί περισσότερο στήν λήθη ὡς μία ἀσθενική φιγούρα μέ ἄρρωστη ἰδιοσυγκρασία, ἀλλά ἡ μεταχείριση καί στούς ὑπόλοιπους δέν ἦταν καλύτερη. Ἀπό τόν Ἐλύτη κράτησαν τούς πιό ἄνοστους, τούς πιό κοινότοπους στίχους του, ἀπό τόν Σεφέρη ξέχασαν τά καλύτερα, τόν Παπατζώνη τόν ἔθαψαν ὅσο βαθύτερα μποροῦσαν καί τόν Καβάφη τόν ἀφυδάτωσαν σέ σχολικές ἐπετείους.
Τὀ ἐξαιρετικά σφοδρό κείμενο τοῦ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου πού πυροδότησε τήν ἀντιπαράθεση τοῦ 1947. Ὁ χαρακτηρισμός «Βούδας» ἀποδίδεται στόν Γιῶργο Σεφέρη, ἐνῶ πρωτεργάτες τῆς «κλίκας» ὑπονοοῦνται οἱ Κατσίμπαλης καί Καραντώνης…
Ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος ἐπανῆλθε μέ δεύτερο ἄρθρο στήν «Νέα Ἑστία» γιά να ἀνταπαντήσει στόν Καραντώνη. Ἡ κατακλεῖδα τοῦ κειμένου εἶναι χαρακτηριστική καί κατά ἕναν τρόπο διαχρονική…