Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Λογοτεχνία και αυτοκτονία


H λογοτεχνία και η αυτοκτονία

Του Παντελη Μπουκαλα

Πέτρος Χαρτοκόλλης: «Ιδανικοί αυτόχειρες. Ελληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν». Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003, σελ. 191.

Είναι άραγε «επαγγελματική νόσος» και ο εθελούσιος θάνατος; Αφορά ιδιαίτερα τους λογοτέχνες, τους καλλιτέχνες γενικότερα, και τους φιλοσόφους, όπως θα μας οδηγούσε βιαστικά να πιστέψουμε η μάλλον εδραία αντίληψη ότι οι άνθρωποι των γραμμμάτων και των τεχνών είναι οι κατεξοχήν ευαίσθητοι, με την έννοια είτε του αισθαντικού είτε του ευπαθούς και τρωτού; Καμία στατιστική, και η πλέον υποτυπώδης, δεν θα μπορούσε να στηρίξει τέτοιας λογής βεβαιότητες. Οι καλλιτέχνες δεν αυτοκτονούν σε μεγαλύτερη συχνότητα απ' ό,τι οι υπόλοιποι θνητοί, απλώς τυχαίνει ο δικός τους θάνατος -όπως και ο βίος τους άλλωστε- να έλκει περισσότερο την προσοχή, και εάν είναι εκούσιος, να μετατρέπεται συχνά σε θρύλο: στον θρύλο της «ηρωικής εξόδου» ή της «παραδειγματικής, ενσώματης αμφισβήτησης του κατεστημένου». Πολλοί, πλήρεις ημερών, παίρνουν την απόφαση να κόψουν το νήμα τους, μόνο που ο θάνατός τους παραμένει ανώνυμος όπως και ο βίος τους. Αντίθετα, την δι' αυτοκτονίας «ευθανασία» του Ζήνωνος του Κιτιέως λόγου χάρη, του ιδρυτή της στωικής σχολής, την τίμησε η ιστορία, θεωρώντας την έμπρακτη επικύρωση των απόψεών του. Γέροντας κι αυτός, στα 72 του χρόνια, έπεσε από αδυναμία κι έσπασε το χέρι του. Στράφηκε τότε προς τη γη, της είπε «Ερχομαι, τι μ' αύεις;» («τι με καλείς»), γύρισε σπίτι του και τερμάτισε τη ζωή του «αποπνίξας εαυτόν».


«Μελέτη θανάτου»

Η φιλοσοφία (και η τέχνη) είναι πράγματι και μελέτη θανάτου, όπως ορίστηκε ήδη από τον Πλάτωνα, αυτό όμως δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι όσοι στοχάζονται για τον άλλο κόσμο, έχουν περισσότερες πιθανότητες να κόψουν μόνοι τους εισιτήριο για κει, «ένθα απέδρα πάσα οδύνη». Δεν σημαίνει επίσης ότι ο δικός τους θάνατος είναι ευγενέστερος. Οσο για το αν η ανάγνωση πεισιθάνατων ή απλώς θανατολογικών φιλοσοφικών και λογοτεχνικών κειμένων μπορεί να μεταφραστεί σε απόφαση μιμητικού αυτοχειριασμού, τίποτε δεν αποκλείεται, υπάρχουν άλλωστε μαρτυρημένα περιστατικά. Στη Γερμανία, όταν εκδόθηκε ο «Βέρθερος» του Γκαίτε, δεν ήταν λίγοι οι αναγνώστες που μιμήθηκαν τον ρομαντικό λογοτεχνικό ήρωα και αυτοκτόνησαν. Περίπου δυόμισι χιλιετίες νωρίτερα, ο Κλεόμβροτος ο Αμβρακιώτης αυτοκτόνησε πηδώντας από ένα ψηλό τείχος (ή πέφτοντας στη θάλασσα, όπως μάλλον από λάθος σημειώνει ο Κικέρωνας), κι όχι επειδή τον ταλάνιζε οτιδήποτε παρά «επειδή διάβασε ένα σύγγραμμα, το «Περί ψυχής» του Πλάτωνα», όπως γράφει σε σχετικό επίγραμμά του ο Καλλίμαχος («αλλά Πλάτωνος εν το περί ψυχής γράμμ' αναλεξάμενος»).

Ενα παιγνίδι της μοίρας το 'φερε να αυτοκτονήσει κοντά στη γενέτειρα του Κλεόμβροτου του Αμβρακιώτη ο Κώστας Καρυωτάκης, ο οποίος μάλιστα σε ένα από τα «Τελευταία κείμενά» του, τη «Φυγή», ταυτίζεται με το ίδιο, «καταραμένο» σύγγραμμα του Πλάτωνα, το «Φαίδων» ή «Περί ψυχής», προαναγγέλλοντας το αποφασισμένο τέλος του: «Είμαι ο «Φαίδων» ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή...» Και επίσης σε σύγγραμμα του Πλάτωνα, τον «Κρίτωνα» αυτήν τη φορά, νομίζω πως αναφέρεται σε προθανάτιο ταχυδρομικό δελτάριό του προς τον Ιωνα Δραγούμη ο αυτόχειρας Περικλής Γιαννόπουλος, γνώστης άλλωστε των κλασικών, με τη φράση: «Τι κρίμα να μη Σας ιδώ. Φεύγω για Θεσσαλίες. Τι κρίμα!». Στη μελέτη του για τους «Ιδανικούς αυτόχειρες», ο Πέτρος Χαρτοκόλλης σημειώνει ότι ο Γιαννόπουλος «στη Θεσσαλία είχε δουλέψει ως επιστάτης στα κτήματα ενός πλούσιου θαυμαστή του πριν από κάμποσο καιρό, μα ο Δραγούμης ανησύχησε». Αυτό το σημαδιακό «Φεύγω για Θεσσαλίες», εντούτοις, μάλλον ιδεολογικά πρέπει να το μεταφράσουμε και όχι γεωγραφικά, να το ερμηνεύσουμε δηλαδή σαν δηλωτική παραπομπή σε όσα λέει ο μελλοθάνατος Σωκράτης προς τους μαθητές του, που προσπαθούν να τον πείσουν να δραπετεύσει: «Εδόκει τις μοι γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής λευκά ιμάτια έχουσα καλέσαι με και ειπείν? «Ω Σώκρατες, ήματί κεν τριτάτω Φθίη ερίβωλον ίκοιο», σε τρεις μέρες, δηλαδή, θα πας στην καρποφόρα Θεσσαλία, θα πεθάνεις. O Σωκράτης εδώ αναπαράγει κατά λέξη μια φράση του Αχιλλέα από την «Ιλιάδα», κι ο Γιαννόπουλος αποχαιρετά τα εγκόσμια με την ταιριαστή γι' αυτόν αναφορά στον σωκρατικό αποχαιρετισμό.

Αλλά και στην αυτοκτονία του Ιωάννη Συκουτρή θα μπορούσε να εντοπιστεί «εμπλοκή» του Πλάτωνα. Μετά τη μετάφραση και έκδοση του «Συμποσίου», ο Συκουτρής έγινε στόχος των λιβελλογράφων, που τον κατηγόρησαν για αθεΐα και προσβολή της ηθικής. Παρότι τους κατακεραύνωσε με το κείμενό του «H εκστρατεία κατά του «Συμποσίου». Τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι», η πίκρα του υπήρξε καταθλιπτική.

Ακριβώς, λοιπόν, με την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, του Γιαννόπουλου, του Συκουτρή και άλλων δύο Ελλήνων λογοτεχνών (του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και της Πηνελόπης Δέλτα), ασχολείται ο Πέτρος Χαρτοκόλλης στο βιβλίο του. Ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας ο μελετητής, και πρόεδρός της τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, παραγωγικός συγγραφέας στο ψυχιατρικό, φιλολογικό και λογοτεχνικό πεδίο, επιχειρεί να φωτίσει από τη σκοπιά της επιστήμης του την αυτοκτονία των πέντε, αναζητώντας αναλογίες και διαφορές.

Η ψυχανάλυση ασχολήθηκε ήδη από τα πρώτα της βήματα με τη λογοτεχνία (είναι γνωστές οι σχετικές μελέτες του πατέρα Φρόιντ), τα πορίσματά της ωστόσο, ιδίως όταν απορρέουν από μια αλαζονική και στανική χρήση των ερμηνευτικών κλισέ, δεν είναι πάντοτε χρήσιμα στην ανάλυση του καθαυτό λογοτεχνικού έργου κάποιου συγγραφέα. Τα προβλήματα εντείνονται όταν τα λογοτεχνήματα αντιμετωπίζονται περιοριστικά σαν νατουραλιστικά αυτοβιογραφήματα, οπότε, με παραγνώριση της λογοτεχνικής μαγγανείας, αρκετά εύκολα εντοπίζονται τραύματα, συμπλέγματα κ.τ.λ., του συγγραφέα πια και όχι των ηρώων του.

Το βιβλίο του Πέτρου Χαρτοκόλλη δεν βιάζεται να προβεί σε διαγνώσεις και να τις παρουσιάσει σαν αναμφίλεκτες. «H απουσία τεκμηριωμένων πληροφοριών για την προσωπική, παιδική και οικογενειακή τους ιστορία - με εξαίρεση την περίπτωση της Πηνελόπης Δέλτα», σημειώνει ο μελετητής στο συμπερασματικό κείμενό του υπό τον τίτλο «Ναρκισσισμός και αυτοκτονία. H λογική του παραλόγου», «κάνει την προσπάθεια να δοθεί μια ψυχαναλυτική ερμηνεία στον θάνατό τους παρακινδυνευμένη, αν όχι αναξιόπιστη». H γνώση αυτή, καθώς και η όλη πείρα του, τον καθιστούν επιφυλακτικό. Εχουμε λοιπόν να κάνουμε με προσεκτική ανάγνωση και διερεύνηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και όχι με σκανδαλοθηρική παραψυχολογία. Τα φαντάσματα άλλωστε δεν ξαπλώνουν στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι. Βρίσκονται μέσα στις σελίδες των βιβλίων τους, καθώς και στις πολλές σελίδες των μελετημάτων που αφορούν το έργο τους.

Οι πέντε συγγραφείς αυτοκτόνησαν σε διαφορετική ηλικία, σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και για τον λόγο του ο καθένας: Το 1910 ο Γιαννόπουλος, 41 ετών, μπαίνοντας στη θάλασσα του Σκαραμαγκά καβάλα στ' άλογό του, αυτοσκηνοθετούμενος σε παράσταση μεγαλείου. Το 1928 ο Καρυωτάκης, αυτοπυροβολούμενος, 32 ετών. Ττο 1937 ο Συκουτρής, 36 ετών, στον Ακροκόρινθο. Το 1941 η Πηνελόπη Δέλτα, στα 67 της, αυτοδηλητηριαζόμενη την ημέρα που εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Το 1944 ο Λαπαθιώτης, στα 56 του, αυτοπυροβολούμενος με το πιστόλι του στρατηγού πατέρα του. H ομαδοποίησή τους είναι αδύνατη -παρεκτός και διαστείλουμε υπέρμετρα την έννοια του ναρκισσισμού- όπως άλλωστε και η τελεσίδικη διάγνωση για το ποιο κίνητρο στάθηκε ισχυρότερο στη μια ή την άλλη περίπτωση.

Μαύρη οπή

Οπως φανερώνει και η «βιογραφία» κάθε αυτόχειρα, που τη συνθέτει ψηφίδα την ψηφίδα ο ψυχαναλυτής-συγγραφέας, κανενός ο απελπισμός δεν ήταν μονοδιάστατος. Το ασφυκτικό αίσθημα του λογοτεχνικού αδιεξόδου (αυτό το «κενό» που ο φόβος του τρώει ανέκαθεν τους ποιητές), η πολιτική καταδίωξη ή η κοινωνική αδικία (όπως στην περίπτωση του Καρυωτάκη και του Συκουτρή), η οικονομική εξαθλίωση, έρωτες είτε ατελέσφοροι είτε «αντικανονικοί», δύσκολες ασθένειες, εξάρτηση από χημικές ουσίες, ιστορικό νοσηλείας, από κοινού με μια επιθυμία ηρωικής ή και εκδικητικής αποχώρησης, σχηματίζουν μια μαύρη οπή ικανή να απορροφήσει ποιητές και μη, και τόσο πιο εύκολα όσο ισχυρότερη είναι η πεποίθηση ότι ο αφανισμός της ύλης του σώματος θα διευκολύνει τη διαφυγή του πνεύματος και θα το απαθανατίσει.

Μελετήματα όπως αυτό του Πέτρου Χαρτοκόλλη, ακόμη κι αν δεν κομίζουν πολλά πρωτότυπα στοιχεία για ό,τι κυρίως μας ενδιαφέρει, δηλαδή για το συγγραφικό έργο των αυτοχειριαζομένων, μας λένε πολλά για τις κοινωνικές συνθήκες που παράγουν ή συδαυλίζουν την «επιθυμία» της αυτοκτονίας. Κανείς εντέλει δεν σηκώνει απολύτως μόνος του τα χέρια του? αυτό δεν μας υποδεικνύουν και οι τόσες γραπτές διακηρύξεις αυτοκτόνων κατά του διαβήματος της αυτοκτονίας;