Μίλησε για τις γενετήσιες σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα και αναφέρθηκε ειδικότερα στον παιδικό και ομοφυλοφιλικό έρωτα στην αρχαία Ελλάδα, το 1934. Το 1936 με την άνοδο του μεταξικού καθεστώτος στην Ελλάδα, άρχισε να δέχεται επιθέσεις για αυτό του εγχείρημα. Ο φιλόλογος ακαδημαϊκός καθηγητής, κατηγορήθηκε ως άθεος το 1937. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Ιωάννης Συκουτρής αυτοκτόνησε.
«Το θέμα είναι βέβαια πολύ λεπτό», έγραφε στην εισαγωγή της μετάφρασής του στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.
«Αναφέρεται σε κάτι απολύτως ξένο προς τις συνήθειες και τις ηθικές αντιλήψεις της σημερινής κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να το αντικρίσουμε με ψυχραιμία και αγνότητα, την καθιστά ακόμα μεγαλύτερη.»
Από το 1930 ήταν υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τρία χρόνια αργότερα, το 1933 του προτάθηκε η έδρα της κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Πράγας, αλλά δεν αποδέχτηκε τη θέση. Αντ’ αυτού, επέλεξε να υποβάλλει υποψηφιότητα για την έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Όμως, η έκφραση της επιστημονικής του γνώμης και μελέτης, στην εισαγωγή της μετάφρασής σου του Συμποσίου του Πλάτωνα, που εκδόθηκε το 1934, έμελε να ανακόψει τα όνειρά του.
Το 1936 υπέβαλε υποψηφιότητα για την έδρα καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή. Από εκείνη την χρονιά, και με αφορμή το κεφάλαιο της εισαγωγής του Συμποσίου που αναφερόταν στις γενετήσιες σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στον παιδικό και ομοφυλοφιλικό έρωτα, άρχισε να δέχεται πολλές επιθέσεις. Για το ίδιο θέμα κατατέθηκαν εναντίον του δύο μηνύσεις.
Αλλά αυτό φυσικά ήταν μόνον πρόσχημα. Το ζήτημα, στην πραγματικότητα, ήταν να εξοντωθεί ο χαρισματικός φιλόλογος, που έφερε επανάσταση στο Πανεπιστήμιο.
Οι επιθέσεις που δέχτηκε τα επόμενα χρόνια ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Τα λιβελογραφήματα του κίτρινου τύπου ήταν σχεδόν καθημερινά. Το περιοδικό «Επιστημονική Ηχώ» με εκτενή, απανωτά δημοσιεύματα, τον σφυροκοπούσε λυσσαλέα. Η αρχιεπισκοπή και η Ιερά Σύνοδος επίσης.
Μετά την Επιστημονική Ηχώ, που κατήγγειλε τον Συκουτρή για «ανηθικότητα», «διαφθορά» κλπ, την σκυτάλη παρέλαβαν διάφορες γραφικές φιγούρες και οργανώσεις, όπως ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων Πατρών, ο «σολωμιστής» Φάνης Μιχαλόπουλος, οι σταφιδέμποροι Βόλου, ο γεωργικός συνεταιρισμός Δουνέϊκων Ηλείας, οι κρεοπώλες Αιγίου, οι αχθοφόροι Λουτρών Αιδηψού κλπ.
Το Μάιο του 1937, η Ιερά Σύνοδος καταδίκασε σε τεύχος της Φωνής της Εκκλησίας τον Συκουτρή και κάλεσε τον Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, καθηγητή της Απολογητικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που είχε δημοσιεύσει στον επίσημο Δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος ευμενή κριτική για τον Συκουτρή, να ανακαλέσει την κριτική του.
Στα τέλη Μαΐου 1937, ο Συκουτρής αντεπιτέθηκε. Κυκλοφόρησε το τομίδιο: «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου: Τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι». Ο Συκουτρής αποδίδει τη δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του στην παραίτηση του καθηγητή Π. Λορεντζάτου και στην διεκδίκηση της έδρας του από τον ίδιο.
Ο Ιωάννης Συκουτρής αυτοκτόνησε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1937.
Μτφρ. Ι. Συκουτρής. [1934] 1994. Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενο, μετάφραση, ερμηνεία. 12η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Μετά την ομιλίαν του Αγάθωνος όλοι, είπεν ο Αριστόδημος, οι παριστάμενοι εξέσπασαν εις παταγώδεις επιδοκιμασίας του νέου· ο λόγος του υπήρξεν αντάξιος και της φήμης του και του θεού. Ο Σωκράτης τότε στραφείς προς τον Ερυξίμαχον είπεν : «Λοιπόν, γέννημα συ του Ακουμενού; Εξακολουθείς να πιστεύης, πως άφοβος ο φόβος ήτο που εφοβούμην τόσην ώραν; Και δεν είχα ως προφήτης ομιλήσει προ ολίγου, όταν ετόνιζα ότι ο Αγάθων θα εκφωνήση ένα τόσον θαυμάσιον λόγον, ωστ' εγώ θα ευρεθώ εις δύσκολον θέσιν;» «Εις το ένα μέρος του ισχυρισμού σου αναγνωρίζω πως υπήρξες προφήτης εις το ότι ωραίος θα είναι του Αγάθωνος ο λόγος· ότι όμως συ θα δυσκολευθής, δεν το πιστεύω». «Και πώς θέλεις, καλότυχε» απήντησεν ο Σωκράτης «να μη δυσκολευθώ, όχι μόνον εγώ, αλλά και οιοσδήποτε άλλος ομιλήση ύστερ' από ένα τόσον εύμορφον και τόσον πολυποίκιλον λόγον που εξεφωνήθη ; Αφήνω τ' άλλα σημεία ήσαν, όχι βέβαια εις τον ίδιον βαθμόν όλα εκπληκτικά. Εκείνος όμως ο επίλογος με τα θέλγητρα των λέξεων και των φράσεων! ποίος θα τα ήκουε και δεν θα έχανε τον νουν του; Εγώ τουλάχιστον, συναισθανόμενος ότι προσωπικώς δεν θα είμαι διόλου εις θέσιν ούτε κατά προσέγγισιν να ομιλήσω τόσον νόστιμα, ολίγον έλειψεν, αν εύρισκα τρόπον, να το σκάσω κρυφά από την εντροπήν μου. Ο λόγος άλλωστε μου ενθύμιζε τον Γοργίαν· ώστε είχα πάθει, ούτε πολύ ούτε ολίγον, εκείνο, που λέγει ο Όμηρος: έτρεμα μήπως εις το τέλος ο Αγάθων του Γοργίου την κεφαλήν, του τρομερού εις τους λόγους, εναντίον του λόγου μου μέσα εις τον λόγον του μου εξαποστείλη και με κάνη τον ίδιον άφωνον, σαν την πέτραν».
Και αντελήφθην τότε, πόσον γελοίος λοιπόν υπήρξα, όταν ανελάμβανα ενώπιόν σας την υποχρέωσιν να μετάσχω μαζί σας και εγώ με την σειράν μου εις τον εγκωμιασμόν του Έρωτος, και εβεβαίωνα, ότι ήμην πεπειραμένος εις τα ζητήματα του Έρωτος, ενώ, καθώς αποδεικνύεται, δεν είχα ιδέαν του πράγματος, κατά ποίον δηλ. τρόπον έπρεπε κανείς να εγκωμιάζη οτιδήποτε. Εγώ π.χ. εν τη αφελεία μου εφανταζόμην, ότι ώφειλεν ο καθένας την αλήθειαν ν' αναπτύσση περί οιουδήποτε αντικειμένου, το οποίον εγκωμιάζει, και ότι αυτό μεν θα ήτον η βάσις, κατόπιν δε, συμφώνως προς αυτήν, θα εξέλεγε τα λαμπρότερα σημεία και θα τα συνέθετε κατά τον ευπρεπέστερον δυνατόν τρόπον. Δια τούτο μάλιστα είχα μεγάλην αυτοπεποίθησιν, ότι θα ωμιλούσα ωραία, αφού εγνώριζα δα την ορθήν μέθοδον του εγκωμιασμού οιουδήποτε πράγματος. Εντούτοις, καθώς τώρα βλέπω, δεν ήταν αυτή, φαίνεται, η μέθοδος του να συνθέσης ένα κομψόν πανηγυρικόν προς τιμήν ενός πράγματος, αλλά πολύ μάλλον το να επισωρεύης προς έξαρσίν του τα σημαντικώτερα, που γίνεται, και τα τιμητικώτερα προσόντα, αδιακρίτως αν ανταποκρίνωνται εις την πραγματικότητα ή όχι. Και ψευδή αν είναι, δεν έχει, βλέπω, σημασίαν· ωρίσθη άλλωστ' εκ των προτέρων, καθώς φαίνεται, να κοιτάξη ο καθένας μας να δώση απλώς την εντύπωσιν, ότι εξυμνεί τον Έρωτα, όχι να τον εξυμνήση πραγματικά. Αυτός, φαντάζομαι, είναι ο λόγος, που μεταφέρετε κάθε επαινετικόν χαρακτηρισμόν και τον φορτώνετε εις τον Έρωτα, βεβαιώνοντες ότι είναι τοιούτος και τόσων αγαθών πρόξενος· έτσι δηλαδή θα εμφανίζεται όσον το δυνατόν ωραιότερος και ανώτερος, φυσικά εις τα όμματα εκείνων που δεν τον γνωρίζουν, όχι, υποθέτω, εις όσους τον γνωρίζουν. Και ασφαλώς υπό τας συνθήκας αυτάς και ο πανηγυρικός έχει λαμπρότητα και επιβλητικότητα. Εντούτοις εγώ δεν εγνώριζα, όπως βλέπω, τον τρόπον αυτόν του εγκωμίου, και επομένως εν αγνοία μου σας έδωσα την υπόσχεσιν να εγκωμιάσω και εγώ, όταν έλθη η σειρά μου. Ώστε η γλώσσα μου έδωσ' υπόσχεσιν, ο νους μου όχι. Ας πάη λοιπόν στο καλό! Δεν αναλαμβάνω πλέον να εγκωμιάσω κατ' αυτόν τον τρόπον· ούτε θα είχα άλλωστε την ικανότητα. Μολαταύτα, την αλήθειαν, αν το επιθυμήτε, αυτήν ναι, δέχομαι να σας εκθέσω, με τον ιδικόν μου τρόπον, όχι εν αντιπαραβολή προς τας ομιλίας τας ιδικάς σας· έτσι δεν θα γελοιοποιηθώ. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, αν σου χρειάζεται και παρομοία αγόρευσις, την αλήθειαν ν' ακούσης ν' αναπτύσσεται περί του Έρωτος, και μάλιστα με την εκλογήν και την συναρμολόγησιν των λέξεων, οποία τυχόν θα μου ήρχετο προχείρως εις το στόμα».
ΟΦαίδρος τότε και οι άλλοι τον ενεθάρρυναν, είπε, με τον τρόπον που αυτός τυχόν ευρίσκει σωστόν να εκθέση τας απόψεις του, μ' αυτόν να ομιλήση. «Κάτι άλλο ακόμη, Φαίδρε» είπε· «δώσε μου την άδειαν να ερωτήσω κάτι μικροπράγματα τον Αγάθωνα, ώστε να έχω πρώτα την συγκατάθεσίν του, και ύστερα επί τη βάσει πλέον αυτής να ομιλήσω». «Καλά, σου δίδω την άδειαν» απήντησεν ο Φαίδρος· «ερώτα τον».