Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Γ.ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

Φιλία είναι η συμφωνία δύο ανθρώπων εναντίον όλου του κόσμου.



Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989)  

Ο Γιάννης Τσαρούχης, του Αθανασίου, (Πειραιάς 13 Ιανουαρίου 1910 - Αθήνα 20 Ιουλίου 1989) ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο "Άσυλο Τέχνης". Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929 - 1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.

Ο Γιάννης Τσαρούχης, εκτός από ζωγράφος, υπήρξε σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, συγγραφέας και μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών. Το χιούμορ και η ευρυμάθειά του φαίνονται στις αποφθεγματικές του φράσεις και στις διηγήσεις του. 
 
Μόνο με παραμύθια κατακτώνται οι άνθρωποι.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΩΣ ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ ΜΟΝΑΖΟΝ ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ”
         

Ο Γιάννης Τσαρούχης με τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι στο Μιλάνο

                                                                             
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος για τη ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη 

 Όταν αντικρίζει κανείς το έργον του Γιάννη Τσαρούχη, έχει αμέσως την εντύπωσην ότι βλέπει αυτό που ονομάζουμε ελληνική ζωγραφική, περισσότερο παρά σε οποιαδήποτε. θεώρηση έργων άλλων Ελλήνων ζωγράφων, με μοναδική εξαίρεση το έργον του Θεόφιλου Χατζημανουήλ. Είναι αλήθεια καταπληκτική η «ελληνικότης» του έργου τού Τσαρούχη. Θα ήτο όμως λάθος να τοποθετήσουμε τον καλλιτέχνην αυτόν σε βάθρο αποκλειστικά εθνικό και να αξιολογήσουμε την τέχνη του με τα κριτήρια της σχετικότητας τα εκτεινόμενα στον χώρο που περιλαμβάνεται συνήθως μόνο στα πλαίσια της ελληνικής ζωγραφικής. Διότι ο Τσαρούχης δεν είναι ένας ζωγράφος που μόνο στη χώρα του μπορεί να θεωρηθεί ως ξεχωριστός, μα ένας από τους λίγους Έλληνας που έχει να παρουσιάσει τάλαντον, τοιαύτης εντάσεως, ποιότητας και πρωτοτυπίας, που ασφαλώς θα έπρεπε να τον είχαμε κατατάξει από ενωρίς στην πλειάδα εκείνη των τηλαυγών ζωγραφικών αστέρων, που με εξαίσια λαμπρότητα φωτίζουν το παγκόσμιο στερέωμα της τέχνης και αναγνωρίζονται παντού ως άστρα πρώτου μεγέθους. [...] Μορφολογικώς το έργον του Γιάννη Τσαρούχη έχει ως έδαφος την καθημερινότητα. Επ' αυτής στηρίζεται και αναπτύσσεται. Αλλά ποία είναι αυτή η καθημερινότης; Βεβαίως όχι η καθημερινή ανιαρά banalite. Ούτε η τυποποιημένη και κολακεύουσα πάσαν αδυναμίαν ηθογραφική πεζότης ή η ψευδοποιητικότης των ανεδαφικών γραφικοτήτων. Η καθημερινότης στο έργον του Τσαρούχη είναι ένα φαινόμενον λειτουργίας φυσικής, οργανικής, που συναντάται εξίσου στον απλούστατο άνθρωπο όσο και στους διαλεκτούς και επιφανείς. Είναι ο πηλός από τον οποίο πλάθονται τα ταπεινότερα μικροαντικείμενα και τα πιο μεγαλειώδη και αριστοτεχνικά γλυπτά, ενός είδους υλικού εμπνεύσεως και δημιουργίας, που υπάρχει παντού για τον ζωγράφο, όπως και για τον φωτογράφο, φτάνει να αξιοποιεί ο ζωγράφος ή ο φωτογράφος, μέσα από τη μάζα των ορατών στοιχείων, σε συγκεκριμένη εικόνα το υλικό αυτό κατά τρόπον που να αποτελεί, εντέλει, και άσχετα ακόμη από το θέμα, έναν κόσμο αυτόνομο και πλήρη. Στην ζωγραφική του Τσαρούχη δεν υπάρχει τίποτε που να είναι γι' αυτόν στόχος ή επιδίωξις σκέτου ρεαλισμού, αστικού ή προλεταριακού, ή νατουραλιστική σκηνοθεσία. Ποτέ. Τουναντίον, από το ίδιο υλικό από το οποίον άλλοι κατασκευάζουν στεγνές μορφές ή ευτελή στολίδια, που δεν ξεπερνούν ποτέ το συμβατικό περίγραμμα των, ο Γιάννης Τσαρούχης ενορχηστρώνει χρωματικές συμφωνίες που αποκορυφώνονται σε μικρές ή τεράστιες χρωματικές συνθέσεις, οι οποίες έχουν την συνταρακτική υποβλητικότητα των ορατορίων και την στιλπνήν γοητείαν των μύθων της προσωπικής μυθολογίας του ζωγράφου -όλα αυτά μέσα στην πιο εκθαμβωτικήν φωτοχυσίαν της πλήρους μεσημβρίας, όλα αυτά μέσα στην δόξα του πιο οργιαστικού ελληνικού φωτός. Ιδού γιατί οι πίνακες του Τσαρούχη, οι εκ πρώτης όψεως τόσον ρεαλιστικοί, αποτελούν, εντέλει, μέσα από την πιο άμεση καθημερινότητά των, ουχί απλήν αντιγραφήν της φύσεως ή των ανθρώπων μα επιτεύγματα κλασικά, που ισοδυναμούν με τέλεσιν μυστηρίων, εις τα οποία συνυφαίνεται με την πλέον ζωηράν αισθησιακήν διέγερσιν και η πνευματική έξαρσις και ενάργεια μιας διάνοιας ενσυνειδήτου και ισχυράς, πέρν πάσης καλλιτεχνικής φιλολογίας, πέραν παντός είδους κρυφοψιθυρισμένων «μου 'πες, σου 'πα» των σκοτεινών παρασκηνίων της κριτικής αισθητικής.
 Ανδρέας Εμπειρίκος, (από τον τόμο: Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1992) 


Τσολιάς που ντύνεται. Ιδιωτική συλλογή.
Τσολιάς που ντύνεται. Ιδιωτική συλλογή. 

Η σύλληψη τριών κομμουνιστών που αντιδρούν αναλόγως. Ο πρώτος παρεδόθη, ο άλλος παλεύει, ο τρίτος είναι κάτω από το κρεββάτι. Πρώτες μέρες του κινήματος, 1944. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.
Η σύλληψη τριών κομμουνιστών που αντιδρούν αναλόγως. Ο πρώτος παρεδόθη, ο άλλος παλεύει, ο τρίτος είναι κάτω από το κρεββάτι. Πρώτες μέρες του κινήματος, 1944. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.

 Πνεύμα που πενθεί, 1966. Ιδιωτική συλλογή.
Πνεύμα που πενθεί, 1966. Ιδιωτική συλλογή. 

Ο Έρως συλλαμβάνει έναν Εσατζή, 1964. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.
Ο Έρως συλλαμβάνει έναν Εσατζή, 1964. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη. 

Εσατζής συλλαμβάνει το πνεύμα, 1965. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.
Εσατζής συλλαμβάνει το πνεύμα, 1965. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη. 

Φτερωτό πνεύμα κουμπώνει το σώβρακό του, 1966. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.
Φτερωτό πνεύμα κουμπώνει το σώβρακό του, 1966. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη. 

Ο Ευγένιος Σπαθάρης ως Άγγελος στην αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου, 1948. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης ως Άγγελος στην αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου, 1948. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη. 

Άγιος Σεβαστιανός, 1970. Ιδιωτική συλλογή.
Άγιος Σεβαστιανός, 1970. Ιδιωτική συλλογή. 

Αύγουστος, 1972. Ιδιωτική συλλογή.
Αύγουστος, 1972. Ιδιωτική συλλογή. 

Ναύτης που διαβάζει, 1980. Ιδιωτική συλλογή.
Ναύτης που διαβάζει, 1980. Ιδιωτική συλλογή

Ποδηλάτης μεταμφιεσμένος σε τσολιά , μ' ένα ναό δεξιά κάτω, 1936.
 



                        Ο Γιάννης Τσαρούχης διαβάζει Καβάφη στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου

                                                  Βίντεο για τον Γιάννη Τσαρούχη (μήνες)

                                               ΤΑ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ

Γ.ΜΟΡΑΛΗΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ, Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ
 
 
moralis.jpg

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ (1916-2009)

        Σίγουρα η ιστορία δεν περίμενε να πεθάνει ο Μόραλης για να συνειδητοποιήσει ποιος είναι. Ο ίδιος όσο ζούσε έλεγε χαριτολογώντας «Όταν πεθάνω στις νεκρολογίες μου θα γράφουν. Έφυγε πλήρης ημερών ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης….» Όταν το 1957 εκλέχτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών παμψηφεί ήταν ο μικρότερος καθηγητής που εκλέχτηκε ποτέ. Καθώς οι περισσότεροι της γενιάς του είχαν πλέον φύγει, αστειευόταν: «Με άφησαν τελευταίο να κλείσω την πόρτα...».
        Από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα άρθρωσε με το έργο του έναν εικαστικό λόγο, αλλά παράλληλα δε δίστασε να δοκιμάσει και άλλα μονοπάτια εικαστικής έκφρασης όπως χαρακτική, σκηνογραφία, μικρογλυπτική, κεραμική, αλλά και συνθέσεις με στόχο την αρχιτεκτονική. Ο ίδιος έλεγε: «Η ζωγραφική δεν θέλει εξηγήσεις».
        Ο Μόραλης όπως και άλλοι της γενιάς του, έμαθε στη μακρόχρονη μαθητεία του ότι η ικανότητα να δίνει πληροφορίες με το περιεχόμενο της εικόνας του είναι καθήκον του καλλιτέχνη, που πρέπει να συνυπάρχει στην τέχνη του.
        Ξαπλωμένες μορφές, γωνίες, καμπύλες, μέλη, γυναικεία σώματα που τυλίγονται σε ύφασμα, συνθέσεις, επιτύμβια που τα νοιώθεις σαν οικεία μνημεία, είναι κάποιες από τις εικόνες που μας έρχονται στο μυαλό και όλα αυτά ζωγραφισμένα με μια αδύνατη πλαστικότητα στη διαμόρφωση των μορφών, που αντανακλούν τη μεγαλύτερη πνευματική ένταση.
        Έχοντας διαγράψει μια πορεία ο Γιάννης Μόραλης παίρνει τη θέση του στο στερέωμα της τέχνης. Καλλιτέχνης μιας γενιάς που καταγράφει, ανησυχεί, στοχάζεται, δημιουργεί σπουδαία έργα κάνοντας τα έργα αυτά αναπόσπαστο κομμάτι της εποχής αυτής.
Moralis4.jpg Moralis2.jpg Gigas_GiannisMoralis_GiannisTsarouxis.jpg
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΑΛΗ
1916 Στις 23 Απριλίου/6 Μαΐου γεννιέται στην Άρτα ο Γιάννης, δεύτερο παιδί από τα τέσσερα – τα άλλα τρία είναι η Όλγα, η Θεοδώρα και ο Γιώργος - του Κωνσταντίνου Μόραλη, φιλολόγου και της Βασιλικής, το γένος Αναστασίου Μιχάλη.
1922 Η οικογένεια του Γιάννη Μόραλη εγκαθίσταται στην Πρέβεζα, όπου ο πατέρας του Κωνσταντίνος μετατίθεται ως γυμνασιάρχης.
1927 Μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Ο Μόραλης έχει ήδη πάρει την απόφαση να γίνει ζωγράφος και έτσι, παράλληλα με τα σχολικά μαθήματα, παρακολουθεί συντροφιά με τον πατέρα του τις Κυριακάτικες παραδόσεις στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.
GiannisMoralis_10.jpg
Όρθιο αγόρι, μελάνι και υδατογραφία σε χαρτί, 43x29 εκ.
1931 Σε ηλικία δεκαπέντε μόλις χρόνων προετοιμάζεται από το ζωγράφο Γιάννη Γεωργιόπουλο, μετέπειτα γαμπρό του, για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Επιτυγχάνει και εγγράφεται στο προπαρασκευαστικό με καθηγητή το Δημήτριο Γερανιώτη. Στη συνέχεια εγγράφεται στο εργαστήρι του Ουμβέρτου Αργυρού, αφού πέρασε για λίγο από το εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη.
1932 Συμμετέχει στην έκθεση μαθητών της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών και δημοσιεύεται η πρώτη ενθουσιώδης κριτική για το έργο του από τον Δ. Κόκκινο στο περιοδικό Νέα Εστία.
1933 Τα απογεύματα φοιτά στο εργαστήρι χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, που μόλις είχε αρχίσει να λειτουργεί, μαζί με τους Τάσσο, Δήμου, Ντάκο και Ραφαήλ.
Selfportret-moralis._1.jpg
Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου, [1937] Λάδι σε καμβά 91x72 εκ.
Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουλτίδη
1936 Αποφοιτά από τη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη διάρκεια των Σπουδών του διακρίνεται για την επιμέλεια και την επίδοσή του και τιμάται με βραβεία και επαίνους. Συμμετέχει στην έκθεση Ελληνικής Χαρακτικής στην Τσεχοσλοβακία, όπου οι ξυλογραφίες του προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση. Κερδίζει σε διαγωνισμό υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, από το κληροδότημα της Ουρανίας Κωνσταντινίδου, για σπουδές ψηφοθετικής στο εξωτερικό.
1937 Το Μάρτιο πεθαίνει ο πατέρας του, ο οποίος επηρέασε βαθιά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και έπαιξε τον κυριότερο λόγο στην απόφασή του να ακολουθήσει τον καλλιτεχνικό δρόμο. Στις 16 Ιουνίου αναχωρεί για τη Ρώμη με το ζωγράφο και συμμαθητή του Νίκο Νικολάου, ύστερα από φιλική συμφωνία να φύγουν και οι δυο μαζί στο εξωτερικό για σπουδές, όποιος κι αν κέρδιζε την υποτροφία. Στις 17 Νοεμβρίου εγκαθίσταται στο Παρίσι, εγγράφεται στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Σαρλ Γκερέν και τοιχογραφίας κοντά στον Ντυκό ντε λ’ Άιγ. Παράλληλα φοιτά στη Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων κοντά στον καθηγητή Μάνι, όπου διδάσκεται φηφοθετική σύμφωνα με τους όρους της υποτροφίας του.
Duo_Files_moralis1946.JPG
Δύο φίλες, [1946] λάδι σε μουσαμά 1,00x0,67 μ. Συλλογή ΕΠΜΑΣ
1939 Εκρήγνυται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Μόραλης αναγκάζεται, όπως και οι περισσότεροι σπουδαστές, να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Παρίσι και το Σεπτέμβριο επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκθέτει με την Ομάδα «Ελεύτεροι Καλλιτέχνες» στον Πειραιά και παρουσιάζει μια σειρά< χαρακτικών.
1940 Την Άνοιξη κατατάσσεται στο στρατό και υπηρετεί τη θητεία του. Συμμετέχει στην τελευταία προπολεμική Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, εκθέτοντας τα έργα «Γυμνό», «Καπέλα», «Προσωπογραφία του ζωγράφου Θ.Χ.» και «Προσωπογραφίες». Τιμάται με το χάλκινο μετάλλιο.
1941 Παντρεύεται τη Μαρία Ρουσσέν. Τα χρόνια της κατοχής ασχολείται με την προσωπογραφία για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα, ενώ παράλληλα συνεχίζει να δουλεύει εντατικά, αποβλέποντας στη συνεχή βελτίωση και εξέλιξή του.
1945 Χωρίζει από τη Μαρία Ρουσσέν
1957 Παντρεύεται τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη. Στο σπίτι τους στη Νέα Κηφισιά αφοσιώνεται αποκλειστικά στη ζωγραφική του και διαμορφώνει καθοριστικά το χαρακτήρα της δουλειάς του. Αποκτούν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο, το μόνο παιδί του. Εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Προπαρασκευαστικής Τάξης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.
eguos_gineka_GiannisMoralis.jpg
Έγκυος γυναίκα, 1948. Λάδι σε μουσαμά, 102x65 εκ. Συλλογή ΕΠΜΑΣ
1948 Εκθέτει στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο τα έργα «Έγκυος Γυναίκα», «Το Τραπέζι», «Ο ζωγράφος με τη γυναίκα του» και «Δύο φίλες», τα οποία προκαλούν ιδιαίτερη αίσθηση.
1949 Μαζί με τους ζωγράφους Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Νικολάου, Νίκο Εγγονόπουλο, Γιώργο Μανουσάκη, Γιώργο Μαυροΐδη, Λιλή Αρλιώτη, Ανδρέα Βουρλούμη, Έλλη Βοΐλα, Κοσμά Ξενάκη, Νίκο Γεωργιάδη, Παναγιώτη Τέτση, Μίνω Αργυράκη, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Καίτη Αντύπα, Μαριλένα Αραβαντινού, Ευγένιο Σπαθάρη και τους γλύπτες Κλέαρχο Λουκόπουλο, Αγλαΐα Λυμπεράκη, Ναταλία Μελά και Γιώργο Γεωργίου, ιδρύουν την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός». Συμμετέχει στην έκθεση της ομάδας στο Ζάππειο από τις 10 Δεκεμβρίου ως τις 25 Ιανουαρίου 1950. Στη συνέχεια η έκθεση μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη.
1951 Αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το μπαλέτο «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι που παρουσιάζει το Ελληνικό Χορόδραμα. Έτσι αρχίζει μια γόνιμη συνεργασία που θα συνεχιστεί για δεκαπέντε περίπου χρόνια.
1952 Συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο εκθέτοντας τα έργα «Γυμνό», «Σύνθεση», «Μορφή» και στην έκθεση της ομάδας «Αρμός» από τον Δεκέμβριο ως τον Ιανουάριο 1953.
1953 Επισκέπτεται τη Ρωσία με πρόσκληση της ρωσικής Κυβέρνησης μαζί με εκπροσώπους του πνεύματος και της πολιτικής από την Ελλάδα και την Ευρώπη.
1954 Αρχίζει τη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση «Γυμνές μάσκες», τέσσερα μονόπρακτα του Πιραντέλλο. Συμμετέχει σε έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στο Βελιγράδι και τον Καναδά.
1955 Χωρίζει από την Αγλαΐα Λυμπεράκη.
epitimvia_sunthesi_GiannisMoralis_3.jpg
Επιτύμβια σύνθεση Γ’, [1958–1963]. Λάδι σε μουσαμά, 150x150 εκ. Συλλογή ΕΠΜΑΣ
1957 Εκλέγεται ταχτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Αρχίζει να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο και φιλοτεχνεί τα σκηνικά και τα κοστούμια για το έργο «Τα χέρια του ζωντανού θεού» του Π. Πρεβελάκη σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού.
1958 Συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με το ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο. Εκθέτει εικοσιτέσσερα λάδια, σκηνικά και κοστούμια, λιθογραφίες και σχέδια, τα οποία εντυπωσιάζουν το κοινό και τους κριτικούς και προτείνεται για ένα μικρό διεθνές βραβείο, όπου πήρε τρεις ψήφους. Το δημοτικό Μουσείο του Τορίνο αγοράζει τη σύνθεση «Εσωτερικό» για τη συλλογή του.
1959 Οργανώνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός» στην Αθήνα και παρουσιάζει τα έργα που εξέθεσε στην Βενετία και μερικές συνθέσεις ακόμη. Τα έργα αυτά ολοκληρώνουν την καλλιτεχνική ωριμότητα του ζωγράφου και ορίζουν την αρχή μιας νέας εποχής. Οι αρχιτέκτονες Πρ. Βασιλειάδης, Ε. Βουρέκας και Σ. Στάικος προτείνουν στον Μόραλη να μελετήσει και να υποβάλει σχέδια για τη διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων της Β.Δ. και Ν.Α. πλευράς του ξενοδοχείου Χίλτον. Τα σχέδια εγκρίνονται και αρχίζει η εκτέλεση του έργου, μια εργασία επίπονη και μακρόχρονη. Από τότε συνεργάζεται με αρχιτέκτονες, έλληνες και ξένους, όπως οιSir Basil Spence και Antony Blee. Μια σειρά έργων που κοσμεί δημόσια κτίρια και κατοικίες. Συμμετέχει στην έκθεση «Η σκηνογραφία στην Ελλάδα» που οργανώθηκε από το σύλλογο μαθητών του Γαλλικού Ινστιτούτου. Φιλοτεχνεί την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη για τον εκδοτικό οίκο Ίκαρος με τον οποίο συνεργάζεται.
anoixta_xartia.jpg  typseis1.jpg  antigrafes1.jpg
Εξώφυλλα βιβλίων του Ελύτη και Σεφέρη των εκδόσεων Ίκαρος
1960-1961 Φιλοτεχνεί συνθέσεις που εντάσσονται στην αρχιτεκτονική για το ξενοδοχείο του Ε.Ο.Τ. στη Φλώρινα, το «Μον Παρνές» στην Πάρνηθα, το εστιατόριο «Ωκεανίς» στη Βουλιαγμένη και δημιουργεί τις συνθέσεις με χρωματιστές τσιμεντένιες πλάκες στα περίπτερα του Ο.Λ.Π. στην Ακτή Καραϊσκάκη. Συμμετέχει σε έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Αμμοχώστου. Φιλοτεχνεί την προμετωπίδα για την ποιητική σύνθεση «Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό» του Οδυσσέα Ελύτη για τον εκδοτικό οίκο Ίκαρος.
1962 Εκτός από τα δύο εξωτερικά τοιχία και το μωσαϊκό της αυλής, ο Γιάννης Μόραλης φιλοτεχνεί και τις κεραμικές συνθέσεις στο περίπτερο του Ε.ΟΤ. «Διόνυσος» στου Φιλοπάππου. Έτσι αρχίζει η συνεργασία του με την κεραμίστρια Ελένη Βερναδάκη που συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Εκλέγεται τακτικό μέλος του Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών (F.I.A.I.). Ολοκληρώνεται στο Χίλτον η εγχάρακτη σύνθεση σε γιαννιώτικο μάρμαρο και γίνονται τα εγκαίνια του6 ξενοδοχείου. Φιλοτεχνεί την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη για τις εκδόσεις Ίκαρος.
1963 Παρουσιάζει σε δεύτερη ατομικά έκθεση στην γκαλερί «Χίλτον» την καλλιτεχνική δημιουργία των τριών τελευταίων χρόνων. Εξέχουσα θέση κατέχει η σειρά «Επιτύμβια», Α, Β, Γ, Δ, Ε και Ζ καθώς και τα σχέδια και οι μελέτες για τις αρχιτεκτονικές εφαρμογές.
GiannisMoralis_4.jpg
Μία από τις δέκα ζωγραφικές συνθέσεις-σχόλια για τη συλλογή Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη
Λαδοπαστέλ 24x35 εκ. Συλλογή ΕΠΜΑΣ
1965 Του απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικα. Ο εκδοτικός οίκος Ίκαρος του ζητά να εικονογραφήσει τη συλλογή «Ποιήματα» του Γεωργίου Σεφέρη. Δέκα συνθέσεις παρεμβάλλονται μεταξύ των ποιημάτων –ζωγραφικά σχόλια όπως τα ονόμασε ο ίδιος ο ποιητής. Συμμετέχει στην έκθεση «Διακοσμητικά υφαντά τοίχου σε σχέδια ελλήνων ζωγράφων» στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών - Χίλτον και στη Μπιενάλε Ταπισερί της Λωζάνης.
1973 Παίρνει μέρος στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας στο Μόναχο και βραβεύεται με χρυσό μετάλλιο (ταπισερί).
1978 Τέταρτη ατομική έκθεση στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Τα έργα που εκθέτει έχουν φιλοτεχνηθεί κυρίως στην Αίγινα. Μια μεγάλη ενότητα φέρει τον τίτλο «Πανσέληνος». Συμμετέχει στην Διεθνή Έκθεση «Seconde rencontre international dart contemporain» στο Grand Palais στο Παρίσι, μαζί με 22 έλληνες ζωγράφους και γλύπτες που διάλεξε η Εθνική Πινακοθήκη.
1979 Του απονέμεται το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.
1983 Μετά από πέντε χρόνια δουλειάς, σκέψης έρευνας, ο Μόραλης παρουσιάζει στην Πέμπτη ατομική του έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη τη δημιουργία των τελευταίων χρόνων. Αποχωρεί από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στις 31 Αυγούστου μετά από 36 χρόνια συνεχούς διδασκαλίας και προσφοράς.
1985 Φιλοτεχνεί την κεραμική σύνθεση για το νέο Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών.
1988 Αναδρομική έκθεση των έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη.
1999 Του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής.
2009 Το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) σε συνεργασία με την γκαλερί Ζουμπουλάκι παρουσιάζει στο Μέγαρο Εϋνάρδου (Αγίου Κωνσταντίνου 20), από 16 Ιανουαρίου ως 15 Φεβρουαρίου την έκθεση, «Γιάννης Μόραλης. Σχέδια 1934 - 1994». Ο Γιάννης Μόραλης πεθαίνει το Δεκέμβριο στην Αθήνα.
2011 Το Μουσείο Μπενάκη, παρουσίασε στο κεντρικό κτίριο από 9 Φεβρουαρίου μέχρι τις 30 Απριλίου την έκθεση έργων του Γιάννη Μόραλη με τίτλο «Γιάννης Μόραλης - Αρχιτεκτονικές Συνθέσεις». Η Εθνική Πινακοθήκη παρουσιάζει από 12 Μαΐου έως 29 Αυγούστου τιμητική έκθεση με τίτλο, «Γιάννης Μόραλης, ένας κλασσικός του 20ου αιώνα». Η έκθεση περιλαμβάνει 113 έργα του αείμνηστου Έλληνα καλλιτέχνη, τα οποία είχε δωρίσει ο ίδιος το 1988 στην Εθνική Πινακοθήκη.
 
GiannisMoralis.jpg
«Μαγαζί στην προκυμαία», Αίγινα 1950
MEGALOS_EROTIKOS_cover.jpg
«Ο Μεγάλος Ερωτικός» εξώφυλλο του ομώνυμου δίσκου του Μάνου Χατζιδάκι
balades_tiw_odou_athinasepitimvia_sunthesi_GiannisMoralis.jpg
«Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», εξώφυλλο του ομώνυμου δίσκου του Μ. Χατζιδάκι
DitikoDomatioMoralis.jpg
«Δυτικό δωμάτιο», λάδι σε καμβά, 130 x 130 εκ.
GiannisMoralis_11.jpg
Μακέτα για κεραμική σύνθεση, Αυγό 0,30x0,298 μ.
erotiko_GiannisMoralis.jpg
«Ερωτικό», [1982] Ακρυλικό σε μουσαμά, 230x200 εκ. Συλλογή ΕΠΜΑΣ
GiannisMoralis_9.jpg
Μακέτα για κεραμική σύνθεση, Αυγό 0,175x0,425 μ.
epitimvio_GiannisMoralis.jpg
«Επιτύμβιο», [1958] Λάδι σε μουσαμά, 204x223. Συλλογή της ΕΠΜΑΣ
 epitimvia_sunthesi_GiannisMoralis_2.JPG
«Επιτύμβια σύνθεση», [1958] Αυγό και λάδι σε χάρντμορντ 107x78 εκ.
moralis1_1.jpg
«Κλασική Αθήνα», ακριλικό σε καμβά, συλλογή Μ. Λάτση
yannis_moralis___erotic_1998.jpg
«Ερωτικό», [1998] ακριλικό σε καμβά
big_moralis.jpg
GiannisMoralis_6.jpg



   

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Οδυσσέας Ελύτης : τα Ρω του έρωτα


elytis
Όταν ο Ελύτης βγάζει το 1972 την ποιητική συλλογή του «Τα Ρω του Έρωτα», σίγουρα υπήρξε μια ομάδα κριτικών που παραξενεύτηκε. Ακόμη και σήμερα, κάποιος που μελετά το ποιητικό έργο του Ελύτη, δεν μπορεί παρά να νιώσει έκπληξη με την αλλαγή του πνεύματος στην συγκεκριμένη συλλογή.
 
Ο Ελύτης στα «Τα Ρω του Έρωτα» υμνεί το παιχνίδι. Αυτό το παιχνίδι όμως δεν είναι κάτι ευτελές και απλό. Είναι υψίστης σημασίας. Ο Νίτσε στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» μας συμβουλεύει να βρούμε εκείνη την σοβαρότητα με την οποία παίζαμε όταν ήμασταν παιδιά. Ακριβώς αυτή τη σοβαρότητα διαθέτουν και «Τα Ρω του Έρωτα».



Οδυσσέας Ελύτης : Τα Ρω Του Έρωτα
 
ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

ΜΑΡΙΝΑ
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω
λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω
και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια
των Αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια
και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα
στην άλλη ν άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα
σαν αδελφή του Αυγερινού

Μαρίνα πράσινό μου αστέρι
Μαρίνα φως του Αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού.



ΤΑ ΕΛΛΗΝΑΚΙΑ
Τον Μάρτη περικάλεσα
και τον μικρό Νοέμβρη
Τον Αύγουστο τον φεγγερό
κακό να μη μας έβρει

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά
είμαστε δυο Ελληνάκια
Μες στα γαλάζια πέλαγα
και στ' άσπρα συννεφάκια

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά
κι η αγάπη μας μεγάλη
Που αν τη χωρέσουμε απ' τη μια
περσεύει από την άλλη

Κύματα σύρετε ζερβά
κι εσείς τα σύννεφα δεξιά
Φάληρο με Περαία
μια γαλανή σημαία.


(........................................................)


ΤΑ 'ΔΑΤΕ ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ

Ήταν μια θεία θέληση
κι ενός αγίου τάμα

Εμείς οι δυο να σμίξουμε
και να γενεί το θάμα:

Οι βάρκες ν' ανεβαίνουνε
ως τα ψηλά μπαλκόνια

Κι οι ορτανσίες να πετούν
καθώς τα χελιδόνια

Ν' ανάβουν οι άγιοι κερί
στη χάρη των δυονώ μας

Και τα ψαράκια να φυλούν
την άκρη των ποδιών μας

Όλος ο κόσμος ν' απορεί
μωρέ τι να 'ν' και τούτο
Με το μπουζούκι να λαλεί
και το μικρό λαγούτο:

-Τα 'δατε τα μάθατε
μια αγάπη που εγεννήθη
ʼνθρωπος δεν την κατελεί
κι ο ʼδης ενικήθη.


ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ

Του μικρού Βοριά παράγγειλα
να 'ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα
και στο παραθυράκι

Γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ
η αγάπη μου πεθαίνει
Και μες στα δάκρυα την κοιτώ
που μόλις ανασαίνει

Με πιάνει το παράπονο
γιατί στον κόσμο αυτόνα
Τα καλοκαίρια τα 'χασα
κι έφτασα στο χειμώνα

Σαν το καράβι που άνοιξε
τ' άρμενα κι αλαργεύει
θωρώ να χάνονται οι στεριές
κι ο κόσμος λιγοστεύει

Γεια σας περβόλια γεια σας ρεματιές
γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.


(........................................................)



ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΤΖΙΑ

Ανάμεσα Σύρο και Τζια
μικρή φυτρώνει νεραντζιά
η μικρή μου η κοπελιά

Πόχει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό
το κορίτσι που αγαπώ

Πλάσμα δεν είναι ανθρωπινό
δεν είναι μήτε ξωτικό
το κορίτσι που αγαπώ

Μα 'χει τον ήλιο φορεσιά
τα κύματα περπατηξιά
η μικρή μου η Παναγιά

Χάιντε νύφη της θαλάσσης
τι φαμίλιες θα χαλάσεις

Νύφη μέσα στα μπουγάζια
με τα πέπλα τα γαλάζια

ʼνεμος να μη σε πιάσει
λούλουδο μη σου χαλάσει

Κι αν γενεί ποτέ το θάμα
κι αγαπήσεις κάνω τάμα

Να σου στείλω μια μπρατσέρα
με τον Πολικόν Αστέρα.




ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ

Μια φορά στα χίλια χρόνια
του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
το θαλασσινό τριφύλλι

Κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει
κι όποίος το 'βρει δεν πεθαίνει

Μια φορά στα χίλια χρόνια
κελαηδούν αλλιώς τ' αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
μόνο λένε μόνο λένε:
-Μια φορ&ά στα χίλια χρόνια
γίνεται η αγάπη αιώνια
Να 'χεις τύχη να 'χεις τύχη
κι η χρονιά να σου πετύχει

Κι από τ' ουρανού τα μέρη
την αγάπη να σου φέρει

Το θαλασσινό τριφύλλι
ποιος θα βρει να μου το στείλει
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
το θαλασσινό τριφύλλι.



ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ

Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ' άλλα τα παιδιά της

Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ' τους χειμώνες
ʼκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες

Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ' αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι 'ολ' αποκρίνονταν μαζί:

-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.



(........................................................)


Η ΕΛΕΝΗ

Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
Μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή

Φώναζε στην αυλή
ψι ψι, ψι ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει
Ψι ψι, ψι ψι
την αστραπή τους τη χρυσή

Πήγαινε ν' ανεβεί
σκαλί σκαλί
την αγκαλιά ρούχα γεμάτη
κι έλεγαν οι αγγέλοι να τη
Σκαλί σκαλί
την πιο μικρή μας αδερφή

Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
Και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί.



Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

Κάθε πρωί όπου ξυπνώ
τρέχω στην πόρτα και κοιτώ

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
κι άλλη μια χαμένη μέρα

Πάνε κι έρχονται ολοένα
τα βαπόρια και τα τρένα

Ταχυδρόμε ανάθεμα σε
μόνο εμένα δε θυμάσαι

Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ' άδεια χέρια

-Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
άδικα μην περιμένεις

Δε σου το 'χουνε γραμμένο
κι αν σου το 'χουν πάει άλλου

ʼλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουνε αυτουνού

Ίσως να 'ναι και σταλμένο
σ' άνθρωπο του φεγγαριού

Ή και παραπεταμένο
σε μιαν άκρη τ' ουρανού.



ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ

Εκεί στης Ύδρας τ' ανοιχτά και των Σπετσώ
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο

Μωρέ του λέω που 'ν' το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πάς να βρεις τ' αγόρι σου;

?Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται
βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται

Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ' τη βάρκα πιάνεται

Θε μου συχώρεσε μου σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο

Σαν λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε

?Χάιντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε.




(........................................................)



Η ΤΕΛΕΤΗ

Σύννεφο σύννεφο που πάς
είδα και πέρασε παπάς
Δίχως το καλημαύχι του
κι είχε σταυρό στη ράχη του

Τις ξέρω αυτές τις μυρωδιές
τα γιούλια και τις πασχαλιές
Τις ρόδες που ακουστήκανε
κι οι ξώπορτες κλειστήκανε

Συννέφιασε συννέφιασε
κι έτσι ο Θεός μας έφιασε
Στους έρωτες και στους καιρούς
ν' αφήνουμε μικρούς σταυρούς.



ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ

Έπεσα για να κολυμπήσω
κι άφησα την καρδιά μου πίσω

ʼφησα την καρδιά μου χάμω
σαν το κοχύλι μες στην άμμο

Πέρασαν όλες οι κοπέλες
με τα μαγιό και τις ομπρέλες

Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
κανείς δε βρήκε το κοχύλι

Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
που να 'ν' η αγάπη για να πάω

Έφαγε η θάλασσα το βράχο
κι έμεινε το νησί μονάχο.



ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ

Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ
που 'ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο

Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή
μες στον αέρα πιάνω
Μια κοριτσίστικη φωνή
κι ένα σκοπό στο πιάνο

Μαρία και Βασιλική
χλωμή σαν Παναγίτσα
Με την νταντέλα τη λευκή
και τη χρυσή καρφίτσα

Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα
σ' άλλους καιρούς μπορεί και ν' αγαπήθηκα.


(........................................................)



ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Σου το 'πα για τα σύννεφα
σου το 'πα για τα μάτια τα κλαμένα
για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
σου το 'πα για τα σύννεφα
Για σένα και για μένα

Σου το 'πα με τα κύματα
σου το 'πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά
σου το 'πα με τα κύματα
Σου το 'πα μες στη νύχτα

Σου το 'πα τα μεσάνυχτα
σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες
που με το νου μου λίγο μόνο σ' άγγιζα
κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
σου το 'πα τα μεσάνυχτα
Με τ' άστρα που κοιτούσες.



Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα

Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ' όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε

Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα 'κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου

Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ' άσπρα μνήματα

Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ' αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.


(........................................................)


Ο ΓΛΑΡΟΣ

Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
γλάρος είναι και πηγαίνει

Από πόλεμο δεν ξέρει
ούτε τι θα πει μαχαίρι
Ο Θεός του 'δωκε φύκια
και χρωματιστά χαλίκια

Αχ αλί κι αλίμονο μας
μες στον κόσμο το δικό μας
Δε μυρίζουνε τα φύκια
δε γυαλίζουν τα χαλίκια

Χίλιοι δυο παραφυλάνε
σε κοιτάν και δε μιλάνε
Είσαι σήμερα μονάρχης
κι ώσαμ' αύριο δεν υπάρχεις.



ΤΥΧΗ

Λάμπει τ' ασημί του σπάρου
μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
το τραγούδι της Σαπφώς

Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
μες στην άσπρη κάμαρα μου

Κωπηλάτες του θανάτου
να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
σαν νησάκι που κοιμάται

Και βουές γεμίζει μόνον
στους αιώνες των αιώνων.



Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.


(........................................................)



ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

ʼντρας δεν είναι ούτε γυναίκα
ούτε μας έρχεται απ' τη Μέκκα

Είναι παιδί μελαχρινό
μας έρχεται απ' τον ουρανό

Κι έχει τα πλούτη του εδωπέρα
στη γης και στο χρυσόν αέρα

Έχει μια θάλασσα με φάρους
που ανάβουν μόνο για τους γλάρους

Έχει εκκλησιές που τις πηγαίνει
όπου του λεν οι πικραμένοι

Κι ένα λαγωνικό που πιάνει
τις έγνοιες πάνω στο ταβάνι

Κανείς δεν ξέρει πως τον λένε
μια του γελούνε μια του κλαίνε

Και πότε ζει πότε πεθαίνει
πότε τους άλλους ανασταίνει

Τις αλυσίδες όλες σπάει
και μ' ανοιχτές φτερούγες πάει.



Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ

Το επάγγελμα μου το εξασκώ
στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
σαν ένας χαμαιλέων

Πρωί πρωί χαράματα
κόβω απ' τον ήλιο γράμματα
Στη γλώσσα που διαβάζουνε
οι αγράμματοι και αγιάζουνε

Κατά τις έντεκα παρά
το στήνω μες στην Αγορά
Πουλάω φως ουράνιο
στίχους απ' το Κοράνιο

Πουλάω τ' όχι και το ναι
κι όσα ποτέ δεν είδανε
Στη Λεϊλά στη Λεϊλέ
πουλάω το ροζ και το βιολέ

Στο τζαμί την ώρα που 'ναι
οι πιστοί και προσκυνούνε
Κάνω κι έρχονται από πέρα
τα ουρί μες στον αέρα

Μια στιγμή στο δειλινό
ρίχνω χρώμα γαλανό
Ύστερα πάνω απ' τα κάστρα
πάω να καρφώσω τ' άστρα

Δεν είμαι Μωαμεθανός
ούτε και ανήκω κανενός
Σ' όσους και να πάω τόπους
ίδιους βρίσκω τους ανθρώπους

Το επάγγελμα μου το εξασκώ
στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
σαν ένας χαμαιλέων.




(........................................................)



Η ΤΑΡΑΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

α'

Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες
φέγγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες

Αύγουστο μήνα μέσα στο φεγγάρι
παν οι ταράτσες παν χωρίς βαρκάρη

Κάπου σε μια κουζίνα πλένουν πιάτα
μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα

Κι ένας ψηλός αντίκρυ από μια σκάλα
με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα

Ελάτε άγγελοι ώρα σας να βγείτε
με τα δικά σας κιάλια να μας δείτε

Να δείτε που φυλάγω καραούλι
σκαρφαλωμένος πάνω στο πεζούλι.

β'

Όπα και να σου - μέσα στο σκοτάδι
ένα παρά - παράθυρο που ανάβει:

Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι
απ' τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι

και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο
ένα κορίτσι - πως το περιμένω!

Κάθε που το 'να γόνατο σηκώνει
μια μυρωδιά κανέλας με λιγώνει

Και κάθε που το χέρι του γυρίζει
στο μέρος που σγουραίνει και μαυρίζει

Με παίρνει τ' αεράκι και πηγαίνω
στου Παραδείσου τα περβόλια μπαίνω.



ΤΟ «ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ»

Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι προβλήματα
όλα τα πυθαγόρεια θεωρήματα
Τα θαύματα της τριγωνομετρίας
μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

Απ' την αρχή την Κάθοδο των Αχαιών
τις μάχες των Ελλήνων κατά των Περσών
Να μάθω για τον πόλεμο της Τροίας
μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

Των αγοριών τα κεφαλαία ονόματα
και τα γυμνά σχεδιασμένα σώματα
Παλιόλογα και λόγια της λατρείας
μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας».



Η ΡΟΥΛΕΤΑ

Βγήκαν τα νιάτα ψεύτικα
στα γηρατειά ερωτεύτηκα
Μεγάλη πόρτα βρήκα
μετάνιωσα - δεν μπήκα
είπα τι κι έτσι τι κι αλλιώς
άλλαξε ρούχα ο Μανολιός

Στο κόκκινο ποντάρισα
πέντε φορές λαχτάρησα
Τ' ακούμπησα στο μαύρο
ποιος τα 'χασε να τα 'βρω
Είπα να παίξω και στα δυο
γύρισε κι ήρθε το ζερό

Μες στη ζωή μας βρε παιδιά
έρχεται πρώτ' η αναποδιά
Ένα πιάνεις δέκα χάνεις
δέκα ζεις μια θα πεθάνεις.



Η ALFA ROMEO

Θαύμασα τον Παρθενώνα
και στην κάθε του κολόνα
βρήκα τον χρυσό κανόνα

Όμως σήμερα το λέω
βρίσκω το καλό κι ωραίο
σε μια σπορ Alfa Romeo

Καλοκαίρια και χειμώνες
να 'ναι γύρω μου ελαιώνες
πίσω μου όλ' οι αιώνες

Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει
και σε πειρασμό με βάζει
δώσ' του να πατάω το γκάζι

Με τη δύναμη του λιόντα
και με του πουλιού τα φόντα
πιάνω τα εκατόν ογδόντα

Γεια σας θάλασσες και όρη
γεια σας κι έχω βάλει πλώρη
για της Αστραπής την Κόρη.



ΕΧΕΙ ΚΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΠΟΥΛΙ

Να 'χεις στόλους και βαπόρια
και πλεούμενα πελώρια

Με το δένε και το λύνε
λίγο βέβαια δεν είναι

Όμως της ζωής το αλάτι

βρίσκεται μες στο κρεβάτι

Μια μονάχα μες στις δέκα
να 'ναι αληθινή γυναίκα

Και τα τέτοια δεν τα θέλει
κύριε Γιώργο κύριε Τέλη

Μάθετέ το είναι καιρός
ίδια τα 'δωκε ο Θεός

Τι λιγάκι τι πολύ
έχει κι ο φτωχός πουλί.




(........................................................)




Τ ' ΑΦΑΝΕΡΩΤΑ

ΤΟ ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ

Νυχτώθηκα όπως πάντα
στη σκοτεινή βεράντα
Και διάλεξα έν' αστέρι
το κράτησα στο χέρι
Σε λίγο του 'πα «φύγε»
το φύσηξα και πήγε
Στο αντικρινό μπαλκόνι
όπου καθόταν μόνη
Μελαχρινή κοπέλα
με κάτασπρη κορδέλα

Το πήρε στην ποδιά της
το 'βαλε στα μαλλιά της
Το φόρεσε βραχιόλι
και λαμποκόπησε όλη
Έπειτα ήρθε ο μπάτης
πήρε το κάθισμά της
Τη φύσηξε απ' το πλάι
μες στη βραδιά του Μάη
Κι άξαφνα μες στον ουρανό
κάηκε σαν βεγγαλικά.



ΤΟ ΜΑΓΙΣΣΑΚΙ

Από τους χρόνους τους παλιούς το 'χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το Μαγισσάκι

Τ' άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του Μάης
που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονο σου -εκάης

Έβγα έβγα Μαγισσάκι Τι ζουμπούλια και τι κρίνα
χτύπα χτύπα το ραβδάκι Τι κι ετούτα τι κι εκείνα
Ντο και ρε και μι και φα Ντο και ρε και φα και μι
μες στα ροζ τα σύννεφα φούχτα μου και δύναμη

Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το Μαγισσάκι
Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός άγγελος η μαμά του
κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου

Χτύπα χτύπα το ραβδάκι Τα παπιά και τα βαπόρια
χύνε το νερό στ' αυλάκι παν μαζί και πάνε χώρια
Φα και ρε και μι και ντο Έξι τέσσερα κι οχτώ
μες στο μπλε το ξάγναντο γούρι μου και φυλαχτό

Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν' ανάψω ένα κεράκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το Μαγισσάκι

Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος
και να με λεν χωρίς καρδιά μα να 'μ' ερωτευμένος.



ΤΑ ΟΣΑ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ' ΓΡΑΦΕ

Τα όσα η μοίρα μου 'γραφε
κι άλλος κανείς δεν ξέρει
Τα βρήκα μέσα στον καφέ
τα διάβασα στο χέρι

Ποτάμι βρήκα σκοτεινό
μια σφαλιγμένη πόρτα
Κοράκια πάνω στο βουνό
και φίδια μες στα χόρτα

Μακάρι να 'μουν σαν τα ζά
που βοσκούνε στον κάμπο
Γράμματα να μη γνώριζα
μες στα μυστήρια να 'μπω

Μυστήρια τέτοια δε συμφέ-
να ψάχνω δε συμφέρει
Φέρτε μου δεύτερο καφέ
κι αλλάξτε μου το χέρι.



Ο ΤΑΜΕΝΟΣ

Σηκώθηκε ο Πουνέντες και λυσσά
της Παναγίας φτάνει ως τα μισά

Στάζουν οι πέπλοι λάμπουν τα χρυσάφια
σκαμπανεβάζουν γύρω τα χωράφια

Από παιδί σαν να 'σουν εκκλησιά
παλιό μου καλοκαίρι σ' έζησα

Θυμάμαι που οι άγγελοι τρομαγμένοι
ανεβοκατέβαιναν οι καημένοι

Κι όλο ζητούσα πως την Ομορφιά
να τηνε κατεβάσω απ' τα καρφιά

Κι όλο μ' έριχνε κάτου θυμωμένος
Εκείνος όπου του ήμουνα ταμένος.



ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.



(........................................................)



Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε
δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ

Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
προδομένος απομένει - ποιος; Ο φίλος σου

Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
που σου 'μελλε να το 'βρεις απ' τη γυναίκα σου

Ασ' τον άνεμο να λέει άσ' τον να λυσσά
κάποιος θα 'ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα

Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις - ποιος; Ο νικητής
αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης

Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
θα μετράει στα δάχτυλα της η γυναίκα σου.



ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

1. Αρχή του κόσμου πράσινη
κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο
τραγουδώ και ξετυλίγω

2. Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδια

3. Σ' έκανα πουκάμισό μου
σε φορώ και περπατάω
Με το σώμα το μισό μου
στο δικό σου που κρατάω

4. Σου 'χτισα μια Σαντορίνη
με καμάρες και πορτιά
Να γυρνάς σαν το λυθρίνι
μες στη δροσερή φωτιά

5. Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
την απαλάμη των χαδιώ
Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την Τύχη κι άμε να τη βρεις

6. Έλα να γίνουμε δυο ζώα
σε μακρινούς να πάμε τόπους
Όπου τα πλάσματα τ' αθώα
να μας φαντάζονται γι' ανθρώπους

7. ʼκουσα μες στον ύπνο σου
που κολυμπούσε ο κύκνος σου
Τα δύο μας τα ονόματα
ν' αλλάζουν χίλια χρώματα

8. Τα χέρια μου τ' αδίσταχτα
πιάναν την άνοιξη πριν φτάσει
Τα μάτια σου τ' ανύσταχτα
της ρίχνανε άνθη να χορτάσει

9. Βγήκε απ' το κόκκινο το μαύρο
και τώρα που να πάει δεν ξέρει
Κόκκινα που 'ναι όλα τα μέρη
Το 'να που απόμεινε ίσως θα 'βρω

10. Μου 'φυγ' ένα συννεφάκι
πάει τη λύπη στα βουνά
Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά

11. Σ' ένα λιμανάκι μωβ
ξύπνησα τα χαράματα
Όχι να μη γίνω Ιώβ
μήτε να μάθω γράμματα

12. Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
χώρια να μας πετύχει
Μα 'ναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η Τύχη

13. Φύγε από κει μωρέ πουλί
και γέρνει η βάρκα μας πολύ
Μόνο σου πέταξε και δες:
ίσα που παίρνει δυο καρδιές

14. Σταμάτα μου την αστραπή
ν' ανάψω ένα τσιγάρο
Και πες του σύννεφου να πει
πως θα 'ρθω να σε πάρω

15. Την αγάπη μια τη λες
την ντύνεσαι τη γδύνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ' όλες δίνεσαι

16. Περνώντας απ' τις λυγαριές
κάποιος μου το μουρμούρισε
Το 'παν οι σκύλοι στις αυλές
κι η γάτα το χουρχούρισε

17. Κάνε με Μωαμεθανό
να προσκυνώ στη Μέκκα
Και να σε πάρω μια και δυο
κι εφτά φορές γυναίκα

18. Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
Κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα

19. Η χαρά μου για να παίξει
διάλεξε κοπέλες έξι
Καθεμιά κι από μια λέξη
να τη λέει ώσπου να φέξει

20.Ένα κύμα μέσα σ' όλα
έγια λέσα έγια μόλα
Πήρε τα κρυφά μας λόγια
να τα κάνει κομπολόγια

21. Αυτό που λέμε «σ' αγαπώ»
στα δέντρα θα το τρίξω
Με τον αέρα να σ' το πω
και να σου το φυσήξω

22. Λένε πως κατιτίς κοιμάται
μέσα στης θάλασσας τον πάτο
Κάποια που πια δεν το θυμάται
μ' έχασε σαν σταυρό εκεί κάτω

23. Σαν κάποιος ν' αναστέναξε
ή να 'κοψ' έναν μενεξέ
Ραγίστηκεν ο ουρανός
και φάνηκε ο κατάμονος

24. Τι να 'γινε το μαξιλάρι
που 'χε απ' τα λόγια μας γεμίσει
Στον ουρανό θα το 'χει πάρει
άγγελος για ν' αποκοιμίσει
κάτι που πια δε θα γυρίσει

25. Μόνο που κοιτάχτηκες
μέσα στο πηγάδι
Στην ηχώ σου πιάστηκες
σαν σε παραγάδι

26. Να σου δένω τα μαλλιά
με χρυσόν αστάχυ
Και να λένε τα πουλιά:
ο που τα 'βρε ας τα 'χει

27. Μες στου κήπου το σκοτάδι
φέγγεις μόνο με το χάδι
Όμως όταν μπεις στο σπίτι
σβήνεις τον Αποσπερίτη

28. Να 'χα μια γομολάστιχα
να πιάνει στα Γραμμένα
Να σβήσω τα τετράστιχα
και να κρατήσω εσένα.




(........................................................)




ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ

Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν

Μα ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε
ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε
ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο
κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο

Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.



ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΕΓΩ

Ανάγκη να σε πάρω εγώ
που έτσι σ' απαρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
παιδάκι μου που σ' αγαπώ
σε μαύρες μέρες και σκληρές
μη μου ζητάς το αδύνατο

Δρόμο σε πήγα δρόμο μακρινό
νυχτόημερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
κι ήταν το γάλα σου ακριβό
μα να σ' αφήσω δεν μπορώ
παιδάκι μου σε πόνεσα

Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το 'ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
πλένω σε και βαφτίζω σε
με το κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.



ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ

Την ώρα που ο λεβέντης στον πόλεμο κινούσε
η αγαπημένη του έκλαιγε και τον παρακαλούσε

Μακριά στη μάχη σαν βρεθείς καλέ μου έχε το νου σου
φυλάξου από τη μάνητα κι απ' το σπαθί του εχτρού σου

Μπροστά πολύ μην προχωρείς πίσω μην απομένεις
φωτιά μπροστά πίσω φωτιά καταμεσής να μένεις

Τι οι πρώτοι πάντα είναι γραφτό θερίζονται και πάνε
κι οι πίσω μέσα στο σωρό πέφτουν και ξεψυχάνε

Μονάχα ξέρει ο μεσιανός να τρέξει να πηδήσει
κι αυτός μονάχα σπίτι του μια μέρα θα γυρίσει.



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ

ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗΣ

Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη
μέσ' από δάφνες και μυρτιές
κι από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη

Ως τη θωρεί πετιέται ορθός
ο ʼνεμος ο ακοίμιστος
άντρας ο άτιμος κοιτάει
γλείφεται γλώσσες τις εννιά
κι απέ γλυκά της τραγουδάει:

-Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ιδώ
άσε με λίγο να σ' αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν' ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη
ξοπίσω της ακολουθεί
ʼνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα σπάθα αστραφτερή

Αχού το κύμα πως στενάζει
ο ελιώνας αχού πως χλωμιάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινόν αέρα:

-Τρέχα τρέχα Παινεμένη
τι όπου να 'ναι σε προφταίνει
ο ʼνεμος χιμάει να
γλείφεται γλώσσες τις εννιά

Βρίσκει ένα σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα τρομαγμένη
της δίνουνε κάτι να πιει
κι εκείνη λέει κι ανιστορεί

Ενώ απ' τη λύσσα του θηρίο
γυρνάει ο ʼνεμος στο κρύο
δέρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.


(........................................................)



Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που απ' τα σκοτεινά
η Κυρά η Παντέρμη ροβολά

Μαύρη μαυρίλα είν' η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ' αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια

-Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;

-Κι αν είναι κάτι να ζητώ
πε μου σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω κείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε

-Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

-Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
'γίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί

-Παντέρμη λούσε το κορμί σου
λούσ' το χελιδονονερό
κι άσε Κυρά μου την ψυχή σου
ασ' τηνε να 'βρει αναπαμό

ʼχου τσιγγάνικες ψυχές
όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.



ΧΑΜΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ

-Τι να 'ναι κείνο που φωτά
Μάνα στα δώματα ψηλά;

-Κοιμήσου γιε μου κι είναι αργά
σήμανε η ώρα έντεκα
-Μάνα στα μάτια μου για δες
λάμπουνε τέσσερις φωτιές
-Δεν είναι τίποτα έλα πια
είν' τα μπακίρια αστραφτερά

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη
φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη

Τη φυσαρμόνικα γλυκά
παίζανε Σεραφείμ μικρά

-Μάνα μου ευθύς που ξεψυχήσω
μηνύσετέ το στους ανθρώπους

Κατά Βοριά κατά Νοτιά
μαντάτα στείλετε πικρά

Οι πόρτες τ' ουρανού χτυπούσαν
όλα τα δάση αχολογούσαν

Ψηλά δεν έβλεπες κανένα
κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.



ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ

Είκοσι τρεις του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν παν και του λένε:
αν το μπορείς δυστυχισμένε

Στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε

Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλ' από κάτου τ' όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες

Πάρε κεριά πάρε λαμπάδες
τα χέρια μάθε να σταυρώνεις
και πόνου από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά

Τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στα σάβανα

Στους ουρανούς ψηλά προβαίνει
ο Ταξιάρχης και πηγαίνει
πόχει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δε μιλεί

Κι είκοσι τρεις του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
Τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος

Κι είκοσι τρεις του Αυγούστου
γέρνει και τα σφαλεί.


(........................................................)



ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ

Ξάφνου στον ποταμό από πέρα
φωνές ξέσκισαν τον αέρα

Ωσάν του κάπρου δαγκωνιές
έμπηγε στα ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές
και δελφινιού πηδήματα

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά
μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν έξι
δεν μπόρειε πια ν' αντέξει

Αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο
φεγγαρομελαψέ μου
κι αντρογαρούφαλέ μου
αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο
π' άξιζες μια Βασίλισσα
μνημόνεψε την Παναγιά
τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα πεθάνεις πια

Στην άκρη εκεί του ποταμού
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
κι ανάγειρε την κεφαλή
με τα σφιγμένα χείλη

Μα τότε πια καμιά φωνή
μόνο φωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός
ήρθε και τ' άναψε καντήλι.



Η ΜΙΚΡΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ

Πέρα στην ακροποταμιά
την πήγα και την ξάπλωσα
ήτανε μικροπαντρεμένη

Μα εγώ τη νόμιζα κορίτσι
που κάτι άλλο περιμένει

Μεμιάς σβηστήκαν τα λαμπιόνια
κι άναψαν όλα τα τριζόνια

Τα δυο της στήθη τα μικρά
μέσα στα μισοσκότεινα
τ' άγγιξα και μυρίσανε
σαν γυάκινθοι που ανθίσανε

Από το γύρο του λαιμού
έβγαλα τη γραβάτα μου

Εκείνη όσο που να το πεις
έβγαλε το φουστάνι της
Εγώ τη ζώνη την πιστόλα
εκείνη τα λινά της όλα

Τέτοιο δέρμα τέτοια χείλη
δεν τα βρίσκεις σε κοχύλι
τέτοιο θάμπος τέτοια χάρη
σε γυαλί και σε φεγγάρι

Το σώμα της σπαρταριστό
σαν ψάρι φρεσκοτράβηχτο
μισό φωτιά μισό δροσιά
μου άφηνε μες στα σωθικά

Τι μου 'λεγε δε θα το πω
γεμάτος άμμο και φιλιά
την πήρα και τη σήκωσα

Τον άνεμο από μια μεριά
σπάθιζαν τα νερόκρινα.



ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ

Καταμεσής στη ρεματιά
λάμπουνε τα μαχαίρια

Ωσάν ψάρια αστραφτερά
που κανείς δεν τα προφταίνει
και το αίμα τα ομορφαίνει

Μες στις άγριες πρασινάδες
ανεβαίνουν με το πλάι
πάνω σ' αψηλές φοράδες

ʼγγελοι μαύροι έφερναν
μέσα στο φως το αγριωπό
μαντίλες και χιονόνερο

Ο Χουάν Αντόνιο στην πλαγιά
πέφτει με μια λαβωματιά

Έχει ανεμώνες στο πλευρό
και ρόδι έχει στον κρόταφο

Κατάκοπο από τις φωνές
το απόβραδο μες στις συκιές
σωριάζεται λιπόθυμο

Κι οι μαύροι άγγελοι ολοένα
με τα μεγάλα τους φτερά
πετούσαν μες στο ηλιόγερμα.


(........................................................)



ΥΠΝΟΒΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Όλα η ψυχή μου τα ζήτα
πράσινα να 'ναι πράσινα
τον άνεμο τη φυλλωσιά
τ' άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα

Μες στη σκιά που τηνε ζώνει
ρεμβάζει επάνω στο μπαλκόνι
πράσινο δέρμα και μαλλί
το μάτι κρύο και ασημί

- Σύντροφε πάρε τ' άλογο μου
κι όλ' η αρματωσιά δικιά σου
το σπίτι σου να 'ναι δικό μου
να 'ναι δική μου η φαμελιά σου

Σύντροφε καταματωμένος
έρχομαι απ' τ' αψηλό φαράγγι
αχ έτσι το 'φερε η ανάγκη

-Έννοια σου γιε μου κι αν μπορούσα
ευθύς το πράγμα θα το κλειούσα
μα δεν ορίζω πια δικό μου
κάνε μήτε το σπιτικό μου

- Σύντροφε πες μου και πατέρα
που 'ναι η πικρή σου θυγατέρα;

-Χρόνους και χρόνους εκεί μένει
και πάντα εκεί θα περιμένει
όμορφη μελαψή και μόνη
πάνω στο πράσινο μπαλκόνι

Όλα η ψυχή μου τα ζήτα
πράσινα να 'ναι πράσινα
τον άνεμο τη φυλλωσιά
τ' άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα.